ἀτερμάτιστος

Revision as of 11:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

[μᾰ], ον,

   A unbounded, ἐπιθυμία D.S.19.1, cf. Gal.19.472.    II = ἀβέβαιος, ἀθεμελίωτος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 385] nuendlich, unbegränzt, ἐπιθυμία D. Sic. 19, 1 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτερμάτιστος: -ον, ἀπεριόριστος, ἄπειρος, ἄμετρος, ἐπιθυμία Διόδ. 19. 1· χρόνος Εὐσέβ. - ὡσαύτως, ἀτέρμαντος, ον, Ἀπολλιν. Ψαλμ. ια΄, 17 κ. ἀλλ.