μινυνθάδιος
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον,
A short-lived, μ. γὰρ ἔμελλεν ἔσσεσθαι Il.15.612, cf. Od.19.328; μ. νοῦσος, ὕπνος, A.R.2.856, 3.690; μαζοί Tryph.603: Comp. -ώτερος, ἄλγος Il.22.54. II later, small, μ. γαίης Emp.85; μινυνθαδία· ἡ σελήνη, Hsch.
German (Pape)
[Seite 188] kurz dauernd, kurze Zeit lebend; ἄνθρωποι δὲ μινυνθάδιοι τελέθουσιν, Od. 19, 328; μινυνθάδιος γὰρ ἔμελλεν ἔσσεσθαι, Il. 15, 612, vgl. 21, 84; auch μινυνθάδιος δέ οἱ αἰὼν ἔπλετο, 4, 478; μινυνθαδιώτερον ἄλγος, 22, 54; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 856.
Greek (Liddell-Scott)
μινυνθάδιος: -α, -ον, βραχυχρόνιος, βραχύβιος, μινυνθάδιος γὰρ ἔμελλεν ἔσσεσθαι Ἰλ. Ο. 612, πρβλ. Ὀδ. Τ. 328. - Συγκρ. -ιώτερος, Ἰλ. Χ. 54.