ἄλγος
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
English (LSJ)
ἄλγεος, τό, (Cypr.,
A = ὀδύνη, AB1095) pain of body, Il.5.394, S. Ph.734, 1379; ἄλγος καρδίης, ἄλγος ποδῶν, ἄλγος κεφαλᾶς, Hp.Epid.7.20, X.Cyn.3.3, IG4.953.52 (Epidd.); in Hom. mostly in plural, sufferings, ἄλγεα τεύχει Il.1.110; ἄλγεα πάσχων 2.667, cf. Alc.95.
2 pain of mind, grief, freq. in plural, Il.1.2, 2.39, al.: sg., ἄλγος ἱκάνει θυμόν Il.3.97, cf. Od. 2.41, etc.; τὴν δ' ἅμα χάρμα καὶ ἄ. ἕλε φρένα 19.471; ἄλγος ἀεικέλιον 14.32; τὰ κύντατ' ἄλγη κακῶν E.Supp.807; ὑπ' ἄλγους from pain, A.Eu. 183; αἰσχύνας ἐμᾶς ὑπ' ἀλγέων from grief for my shame, E.Hel.201; ἄλγος καρδίας LXX Si.26.6.
II later, anything that causes pain, Bion 2.11, AP9.390 (Menecr.), 5.166 (Asclep.); τοῦ ἄλγους θιγεῖν Aret.SD2.9.
Spanish (DGE)
ἄλγεος, τό
1 dolor fís. Il.5.394, A.Eu.183, S.Ph.734, Nic.Th.299, 751
•c. gen. καρδίης Hp.Epid.7.20, ποδῶν X.Cyn.3.3, κεφαλᾶς IG 42.122.50 (Epidauro IV a.C.), τῶν τραυματιῶν σου LXX Ps.68.27, ἐν τῇ κεφαλῇ Hp.Int.18
•más gener. dolor, pena, sufrimiento ἄλγος ἱκάνει θυμόν Il.3.97, πολλὰ δ' ὅ γ' ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα Od.1.4, ἐξ ὀλίγης ὀδύνης μέγα γίγνεται ἄλγος Sol.1.59, καρδίαν τέ οἱ σχέτλιον ἄμυξεν ἄλγος B.17.19, cf. Thgn.1031, A.Pr.435, S.OT 62, El.141, OC 955, Pi.Fr.210, Ar.Pl.1034, Call.Cer.131, Nonn.D.5.497
•c. gen. ἄ. καρδίας καὶ πένθος LXX Si.26.6, τὸ κατὰ καρδίαν ἐνεστὸς ἄ. LXX 2Ma.3.17
•esp. en plu. Ἀχαιοῖς ἄλγε' ἔθηκε Il.1.2, cf. 1.110, θεοὶ ... ἄλγεα δῶκαν Hes.Op.741, cf. Th.621, χαλεποῖσιν ἐν ἄλγεσι Thgn.555, ἐπ' ἄλγεσι κακοῖσ' ἔχοντες θυμόν Semon.2.23, αἰσχύνας ἐμᾶς ὑπ' ἀλγέων E.Hel.202, cf. Supp.807, Pl.Alc.2.142d, X.Smp.8.37, Arist.Rh.1370b5, Theoc.1.19
•fig. ἐκ ... στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιον que del pecho exhalarán un justo dolor ref. al treno, A.Th.865.
2 motivo de dolor Δάφνις ... ἔσσεται ἄλγος Ἔρωτι Theoc.1.103, cf. Bio 2.11, AP 9.390 (Menecr.), 5.167 (Asclep.), AP 5.211 (Posidipp.).
3 personif. Dolor en plu., Hes.Th.227.
• Etimología: De *H2elg-, cf. quizá aaa. ilki ‘hambre’.
German (Pape)
[Seite 90] τό, der Schmerz, körperlich und geistig, Hom. oft, z. B. Iliad. 1, 2 μυρί' Ἀχαιοῖς ἄλγε' ἔθηκεν, 2, 39 θήσειν γὰρ ἔτ' ἔμελλεν ἐπ' ἄλγεά τε στοναχάς τε Τρωσί τε καὶ Δαναοῖσι, 2, 375 μοὶ Ζεὺς ἄλγε' ἔδωκεν, 2, 721 κρατέρ' ἄλγεα πάσχων, 3, 97 ἄλγος ἱκάνει θυμὸν ἐμόν, 5, 384 χαλέπ' ἄλγε' ἐπ' ἀλλήλοισι τιθέντες, 5, 394 μὶν ἀνήκεστον λάβεν ἄλγος, 6, 462 σοὶ δ' αὖ νέον ἔσσεται ἄλγος, 9, 321 πάθον ἄλγεα θυμῷ, 13, 346 ἀνδράσιν ἡρώεσσιν ἐτεύχετον ἄλγεα λυγρά, 18, 224 ὄσσοντο γὰρ ἄλγεα θυμῷ, 18, 395 μ' ἄλγος ἀφίκετο, 22, 53 ἄλγος ἐμῷ θυμῷ καὶ μητέρι, λαοῖσιν δ' ἄλλοισι μινυνθαδιώτερον ἄλγος ἔσσεται, 24, 568 μή μοι μᾶλλον ἐν ἄλγεσι θυμὸν ὀρίνῃς, 24, 522 ἄλγεα δ' ἔμπης ἐν θυμῷ κατακεῖσθαι ἐάσομεν, 24, 742 ἐμοὶ δὲ μάλιστα λελείψεται ἄλγεα λυγρά, Od. 1, 34 αὐτοὶ ὑπὲρ μόρον ἄλγε' ἔχουσιν, 2, 41 μάλιστα δέ μ' ἄλγος ἱκάνει, 2, 193 χαλεπὸν δέ τοι ἔσσεται ἄλγος, 2, 343 ἄλγεα πολλὰ μογήσας, 5, 84 δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων, 5, 302 ἥ μ' ἔφατ' ἐν πόντῳ ἄλγε' ἀναπλήσειν, 6, 184 πόλλ' ἄλγεα δυσμενέεσσιν, χάρματα δ' εὐμενέτῃσι, 7, 212 τοῖσίν κεν ἐν ἄλγεσιν ἰσωσαίμην, 8, 182 ἔχομαι κακότητι καὶ ἄλγεσι, 9, 75 ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες, 11, 279 τῷ δ' ἄλγεα κάλλιπ' ὀπίσσω πολλὰ μάλ', ὅσσα τε μητρὸς ἐρινύες ἐκτελέουσιν, 12, 427 Νότος, φέρων ἐμῷ ἄλγεα θυμῷ, 13, 90 μάλα πολλὰ πάθ' ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν, 13, 319 ὅπως τί μοι ἄλγος ἀλάλκοις, 14, 32 ἀεικέλιον πάθεν ἄλγος, 14, 310 ἔχοντί περ ἄλγεα θυμῷ, 15, 345 ὅν κεν ἵκηται ἄλη καὶ πῆμα καὶ ἄλγος, 15, 400 μετὰ γάρ τε καὶ ἄλγεσι τέρπεται ἀνήρ, 19, 330 τῷ δὲ καταρῶνται πάντες βροτοὶ ἄλγε' ὀπίσσω, 19, 471 τὴν δ' ἅμα χάρμα καὶ ἄλγος ἕλε φρένα, 20, 203 μισγέμεναι κακότητι καὶ ἄλγεσι λευγαλέοισιν, 21, 88 ᾗ τε καὶ ἄλλως κεῖται ἐν ἄλγεσι θυμός, 25, 352 ἐμὲ Ζεὺς ἄλγεσι καὶ θεοὶ ἄλλοι ἱέμενον πεδάασκον ἐμῆς ἀπὸ πατρίδος αἴης. – Tragg. u. Sp. D.; selten in att. Prosa.
French (Bailly abrégé)
ion. ἄλγεος, att. ἄλγους (τό) :
1 douleur physique;
2 douleur, peine, affliction.
Étymologie: R. Ἀλγ resserrer, contracter ; cf. lat. algeo, algidus.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἄλγος ἄλγεος, contr. ἄλγους, τό, beproeving, ellende, zowel fysiek als mentaal; post Hom. pijn, verdriet, zorg.
Russian (Dvoretsky)
ἄλγος: ἄλγεος τό (преимущ. pl.)
1 боль, страдание, мука, Hom., Trag., Plut.: ἔχεσθαι ἄλγεσι Hom. мучиться, страдать;
2 горе, скорбь, печаль, Hom., Trag.: θάνατον λαβεῖν ὑπ᾽ ἀλγέων Eur. умереть с горя.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: pain, grief (Il.).
Derivatives: ἀλγεινός (from *ἀλγεσ-νός) A., (ἀλεγεινός see ἀλέγω) painful, grievous; ἀργαλέος, dissim. from *ἀλγαλέος id. (Hom.) - Denom. verb: ἀλγέω, -ήσω suffer (primary comparatives ἀλγίων, ἄλγιστος (Hom.)).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Mostly connected with ἀλέγω, (q.v.), which, however, has a clear own meaning (`take care, mind, heed'). Cf. Seiler Griech. Steigerungsformen 85 and Word 11, 1955, 288, and Szemerényi Syncope 148ff, who defends the identity. I think the meanings are too different. - No etym.
Middle Liddell
I. pain of body, Il., Soph.
2. pain of mind, grief, distress, Hom.
II. anything that causes pain, Bion., Anth.
English (Autenrieth)
pain; freq. met., and esp. pl., hardship, troubles, woe; of hunters, οἵ τε καθ' ὕλην | ἄλγεα πάσχουσιν, Od. 9.121; often of Odysseus, πάθεν ἄλγεα θῦμῷ, etc.; πόλλ' ἄλγεα δυσμενέεσσιν, ‘vexation,’ Od. 6.184.
English (Slater)
ἄλγος grief, sore ἱστᾶσιν ἄλγος ἐμφανές (sc. οἱ ἄγαν ἐν πόλεσι φιλοτιμώμενοι. v.l. ἢ στάσιν, ἄλγος) fr. 210.
Greek Monolingual
(-ους), το (Α ἄλγος)
1. σωματικός πόνος, οδύνη
2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη
αρχ.
(συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα
ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω «φροντίζω, μεριμνώ». Συγκεκριμένα πιστεύεται ότι η ρίζα ἀλγ-αποτελεί μεταπτωτική βαθμίδα της ρίζας ἀλεγ- του ρ. ἀλέγω. Δυσχέρειες στην ετυμολογική αυτή σύνδεση δημιουργεί η σημασιολ. διαφορά μεταξύ του ἄλγος «πόνος» και ἀλέγω «μεριμνώ, φροντίζω», εφόσον δεν δεχθεί κανείς την άποψη ότι η σημ. «πονώ, υποφέρω» αποτελεί δυνατή επέκταση της αρχ. σημασίας «ενδιαφέρομαι, φροντίζω, μεριμνώ». Σύμφωνα με άλλη άποψη οι λέξεις ἄλγος και ἀλέγω δεν έχουν καμιά ετυμολογική σχέση μεταξύ τους. Έχουν απλώς δεχτεί αμοιβαίες επιδράσεις, πράγμα που είναι ιδιαίτερα φανερό σε σύνθετα με τέρμα -ηλεγής (πρβλ. ἀνηλεγής, δυσηλεγής). Σημασιολογικά η λ. ἄλγος δήλωνε στην Αρχαία τόσο τον σωματικό πόνο (ἄλγος ποδῶν κεφαλῆς) όσο και τον εσωτερικό, ψυχικό πόνο, τη λύπη, τη θλίψη — ιδίως σε πληθ. αριθμό (πρβλ. Οδ. α 4: πολλὰ δ' ὃ γ' ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν
«κι αρίφνητα τυράννια ετράβηξε στα πέλαγα η καρδιά του», μετάφρ. Καζαντζάκη-Κακριδή). Με την ίδια σημασία, του σωματικού και του ψυχικού πόνου, χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία και η λ. ὀδύνη, συχνότερα μάλιστα κι αυτή στον πληθυντικό (ὀδύναι). Στη Ν. Ελληνική η χρήση της λ. άλγος (με τα ποικίλα σύνθετά της) περιορίστηκε στην επιστημονική (ιατρική) κυρίως ορολογία, ενώ η λ. οδύνη (στηριζόμενη κι από το παράγωγο της οδυνηρός) χρησιμοποιείται λιγότερο στη δήλωση του ψυχικού κυρίως πόνου. Τη θέση τους στη νεοελληνική γλώσσα πήραν κυρίως οι λ. πόνος και βάσανα. Αποτελούν και οι δύο σημασιολογικές εξελίξεις αρχαίων λέξεων, της λ. πόνος που δήλωνε «τον μόχθο, την ταλαιπωρία, την κούραση, και της λ. βάσανος (η), που σήμαινε αρχικά «τον έλεγχο, τη δοκιμή» και μετά «την εξέταση, την ανάκριση, κυρίως δούλων, που γινόταν με τη χρήση βασανιστηρίων, απ' όπου και η σημ. «σωματικός και ψυχικός πόνος, βάσανα», που απαντά ήδη στη γλώσσα του Ευαγγελίου. Η λ. ἄλγος, λόγω της σημασίας της, χρησίμευσε ως α' ή β' συνθετικό για τον σχηματισμό πολλών συνθέτων τόσο της Αρχαίας όσο -μέσω της επιστημονικής ορολογίας- και της Ν. Ελληνικής. Τέτοια είναι τα σύνθετα με α' συνθ. το ἀλγ (ο)-, καθώς και σύνθετα με β' συνθ. το -αλγής (καρδιαλγής κ.ά.) και, κυρίως, το -αλγία (οσφυαλγία κ.τ.ό.).
ΠΑΡ. αρχ. ἀλγεινός, ἀλγινόεις, ἄλγιστος, ἀλγίων.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀναλγής, βαρυαλγής, γονυαλγής. διαλγής, δυσαλγής, ἐναλγής, ἐπαλγής, θυμαλγής, καρδιαλγής. κεφαλαλγής. κρατεραλγής, μεταλγής, ὀσφυαλγής, περιαλγής, ποδαλγής. πολυαλγής, υπεραλγής, υστεραλγής, ἀλγεσίδωρος, ἀλγεσίθυμος
νεοελλ.
αλγολαγνεία (αλγοφιλία)].
Greek Monotonic
ἄλγος: -εος, τό,
I. 1. σωματικός πόνος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
2. ψυχικός πόνος, θλίψη, λύπη, σε Όμηρ.
II. οτιδήποτε προκαλεί πόνο, σε Βίωνα, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλγος: -εος, τὸ ποιητ. ὄνομα, πόνος σωματικός, Ἰλ. Ε. 394, Σοφ. Φ. 734, 1379· παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. πόνοι, παθήματα, ἄλγεα τεύχει, Ἰλ. Α. 110· ἄλγ. πάσχων, Β. 667, καὶ ἀλλ. Πόνοι ψυχῆς, θλῖψις, λύπη, Ἰλ. Α. 2., Γ. 97, Ὀδ. Β. 41, κτλ.· τὴν δ’ ἅμα χάρμα καὶ ἄλγος ἕλε φρένα, Τ. 471· ἄλ. ἀεικέλιον, Ξ. 32· ἀνήκεστον, Ἰλ. Ε. 394, ἀλλὰ συχνότ. κατὰ πληθ., Ἰλ. Β. 39. καὶ ἀλλ., τὰ κύντατ’ ἄλγη κακῶν, Εὐρ. Ἱκ. 807· ὑπ’ ἄλγους, ἕνεκα πόνου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 183· αἰσχύνας ἐμᾶς ὑπ’ ἀλγέων, ἐκ θλίψεως διὰ τὴν αἰσχύνην μου, Εὐρ. Ἑλ. 201. ΙΙ. μεταγεν., πᾶν ὅ,τι προξενεῖ πόνον, Βίων 2. 11, Ἀνθ. Π. 9. 390. (Ἐντεῦθεν, ἀλεγεινός, ἀλγεινός, ἀλγέω, κτλ.: πρβλ. καὶ γλώσσαλγος).
Frisk Etymology German
ἄλγος: {álgos}
Grammar: n.
Meaning: Schmerz, Leid, Kummer (vorw. ep. poet.).
Derivative: Ableitungen: ἀλγεινός (aus *ἀλγεσνός), ep. ἀλεγεινός (vgl. ἀλέγω) schmerzhaft, kummervoll; ἀλγινόεις ib. (poet.; metrische Umbildung s. Chantraine Formation 271, vgl. auch Schwyzer 527f.); ἀλγηρός ib. (LXX) wohl eher auf ἀλγέω zu beziehen, vgl. Chantraine 231ff.; ἀργαλέος, dissim. aus *ἀλγαλέος ib. (vorw. ep. poet., nicht bei den Tragg.), näheres bei Debrunner IF 23, 10f., Severyns Mélanges Boisacq 2, 239ff.; davon ἀργαλεότης (Ph., Eust.). — Denominative Verba: 1. ἀλγέω, -ήσω Schmerz empfinden, leiden, bekümmert sein (ion. att.; Schwyzer 724: 1, vgl. auch Leumann Hom. Wörter 113). Davon ἄλγησις das Leiden (S., Ar., späte Prosa) und ἄλγημα das Leid (Hp., S., E., Men. usw.; zum Bedeutungsunterschied Holt Les noms d'action en -σις 148); ferner ἀλγηδών Leid (ion. poet., Pl. usw.); über ἀλγηρός s. oben. — 2. ἀλγύνω, -ομαι in Schmerz versetzen, bzw. Schmerzen empfinden (vorw. trag. und sp. Prosa). Von ἀλγύνω: ἄλγυνσις (Phlp., Olymp.) und ἀλγυντήρ (Zos.). — Neben ἄλγος stehen die primären Komparationsbildungen ἀλγίων und ἄλγιστος (Hom., Trag.; Schwyzer 539, Seiler Steigerungsformen 85f.).
Etymology: Wahrscheinlich zu ἀλέγω, s. d.
Page 1,65
English (Woodhouse)
distress, grief, pain, sorrow, physical or mental pain
Mantoulidis Etymological
(=πόνος). Ἀπό τό ρῆμα ἀλέγω (=βασανίζω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη ἀλγηδών.
Translations
pain
Abkhaz: ахьаа; Adyghe: узы, уз; Afrikaans: pyn; Albanian: dhembje; Amharic: ጣረሞት; Arabic: أَلَم, وَجَع; Egyptian Arabic: ألم; Armenian: ցավ; Assamese: বিষ; Asturian: dolor; Azerbaijani: ağrı, acı; Bashkir: ауыртыу; Basque: min; Belarusian: боль; Bengali: ব্যথা; Breton: poan; Bulgarian: болка; Burmese: ဝေဒနာ, ဒုက္ခ; Catalan: dolor; Chechen: лазар; Cherokee: ᎠᎩᏟᏱ; Chinese Dungan: тын; Mandarin: 疼痛, 苦痛, 疼, 痛, 痛苦; Chuvash: ырату; Crimean Tatar: ağrı, accı; Czech: bolest; Danish: smerte; Dutch: pijn; Esperanto: doloro; Estonian: valu; Faroese: pína, ilska, verkur, sviði; Finnish: kipu, kärsimys, särky, tuska, piina; French: douleur, mal; Old French: peine, dolor; Friulian: dolôr; Gagauz: aarı; Galician: dor; Georgian: ტკივილი; German: Schmerz; Greek: πόνος; Ancient Greek: ἀγανάκτησις, ἀγγρία, ἄγρις, ἀδιή, ἀετασία, ἆθλος, αἴσθησις, ἀλγηδών, ἀλγηδωνία, ἄλγημα, ἄλγησις, ἄλγις, ἄλγος, ἀνία, ἀνίημα, ἄση, ἄχος, βολή, γαβης, διάπτωσις, δύα, δύη, ἐνόχλησις, ἐπωδυνία, κάματος, λύπη, λύπημα, ὀδύνη, ὀδύνημα, οἰζύς, πένθος, πῆμα, πημονή, πόνος, ταλαιπωρία, τὸ βαρύθυμον; Greenlandic: anniaat; Guaraní: rasy, tasy; Gujarati: પીડા; Hawaiian: ʻeha; Hebrew: כְּאֵב; Hindi: दर्द, पीड़ा, व्यथा; Hungarian: fájdalom, kín; Icelandic: sársauki, verkur; Ido: doloro; Indonesian: sakit, nyeri; Irish: pian; Istriot: dulur; Italian: dolore; Japanese: 痛み, 苦痛; Kannada: ನೋವು, ಬೇನೆ; Kashubian: bòlesc; Kazakh: ауру, жара, сыздау; Khmer: ជំហឺ, ការឈឺចាប់; Komi-Permyak: висьӧм; Korean: 아픔, 통증, 고통; Kurdish Central Kurdish: ئازار, ژان; Northern Kurdish: elem; Kyrgyz: оору; Ladino: dolor, דולור; Lao: ຄວາມເຈັບ; Latgalian: suope; Latin: dolor; Latvian: sāpes; Lithuanian: skausmas, kančia, gėla; Low German: Wehdag, Wehdaag; Luxembourgish: Péng; Macedonian: болка; Malay: sakit; Malayalam: വേദന; Maltese: uġigħ; Maori: mamae; Mongolian: өвчин; Mwani: malwazo; Navajo: diniih; Neapolitan: dulore; Nepali: पीडा; Ngazidja Comorian: ndroso; Northern Altai: аарыг; Norwegian Bokmål: smerte; Nynorsk: smerte; Occitan: dolor; Old Church Slavonic: боль; Old East Slavic: боль; Old English: sār, eċe; Old Occitan: pena, dolor; Old Portuguese: door; Oriya: ପିଠ, କ୍ଳେଶ; Ossetian: рыст, рис; Pali: vedanā; Pashto: درد, دړد; Persian: درد; Pitjantjatjara: pika; Plautdietsch: Wee; Polish: ból; Portuguese: dor; Punjabi: ਦਰਦ, پِیڑ, دَرد, ڈول; Quechua: nanay; Romani: dukh; Romanian: durere, chin; Romansch: dolur, dalur, dolour, dulur; Russian: боль; Rusyn: боль, біль; Sanskrit: पीडा, व्यथा, बाधा; Saterland Frisian: Kwoal; Scottish Gaelic: pian, cràdh; Serbo-Croatian Cyrillic: бол, мука; Roman: bol, muka; Sicilian: duluri, ruluri, diluri, riluri; Sindhi: سور; Sinhalese: වේදනාව; Slovak: bolesť; Slovene: bolečina; Slovincian: bȯ́u̯l; Sorbian Lower Sorbian: ból; Upper Sorbian: ból; Southern Altai: оору, сыс; Spanish: dolor; Swahili: umwa; Swedish: smärta; Tagalog: sakit, pananakit; Tajik: дард; Talysh: داژ; Tamil: வலி, வேதனை, நோவு; Tatar: ачы, авырту, сызлау, авырту; Telugu: నొప్పి; Thai: ความเจ็บ; Tibetan: ཟུག; Tigrinya: ቃንዛ; Tocharian B: lakle; Turkish: acı, ağrı; Turkmen: ajy, agyry; Tuvan: аарыг, аарышкылыы; Ukrainian: біль; Urdu: درد, پیڑا; Uyghur: ئاغرىق, ئەلەم; Uzbek: ogʻriq, alam, dard; Venetian: dolor, dołor; Vietnamese: đau, sự đau đớn; Waray-Waray: ul-ul, su-ol; Welsh: poen, dolur; White Hmong: mob; Wolof: metit; Yakut: ыарыы; Yiddish: ווייטיק, וויי, יסורים, פּײַן, מיחוש, ווייעניש; Yucatec Maya: k'iinam; Zazaki: dej, tew; Zhuang: in, indot, inget