ἐγκαταπήγνυμι

Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

English (LSJ)

   A thrust firmly in, ξίφος . . κουλεῷ ἐγκατέπηξ' Od.11.98; ἐν δὲ σκόλοπας κατέπηξεν planted or fixed them in, Il.9.350; τὴν κεφαλὴν δόρατι ἐ. having fixed it on, Hdn.1.13.4.    2 sheathe, ξίφος Plu.2.313e.

German (Pape)

[Seite 706] (s. πήγνυμι), fest hineinstoßen; ξίφος κουλεῷ Od. 11, 98; Sp.; κεφαλὴν δόρατι, den Kopf auf den Speer stecken, Hdn. 1, 13; abs., ἐγκαταπήγνυσι τὸ ξίφος, läßt das Schwert in der Wunde stecken, Plut. parall. 33.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταπήγνυμι: μέλλ. -πήξω, ἐντίθημι, ξίφος... κουλεῷ ἐγκατέπηξ’ Ὀδ. Λ. 98· ἐν δὲ σκόλοπας κατέπηξεν, ἐνέπηξεν, ἐστερέωσεν αὐτούς, Ἰλ. Ι. 350· τὴν κεφαλὴν δόρατι ἐγκαταπήξας, ἐμπήξας αὐτὴν ἐπὶ δόρατος, Ἡρωδιαν. 1. 13.