ἐμμενητικός

From LSJ
Revision as of 10:53, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216

German (Pape)

[Seite 808] = ἐμμενετικός, Plat. def. 412 b νόμου; – Sp. – Adv., D. L. 7, 126.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμενητικός: -ή, -όν, μεταγ. τύπος ἀντὶ -νετικός, Πλάτ. Ὅροι 412Β. - Ἐπίρρ. ἐμμενετικῶς Διογ. Λ. 7. 126.