ἡγούμενος

Revision as of 06:59, 20 May 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ὁ, president, abbot, father superior, principal, v. ἡγέομαι II.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἡγούμενος: ὁ, ἀρχηγὸς μοναστηρίου, συχνὸν ἐν μεταγεν. Ἐπιγραφ., ὡς Συλλ. Ἐπιγρ. 8634. 8724, κ. ἀλλ.· -ἡγουμενία, ἡ, τὸ ἀξίωμα αὐτοῦ, αὐτόθι 8724. - ἡγουμενικός, ή, όν, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 256 (Λεξ. Κουμ.).

Greek Monolingual

και γούμενος, ο, θηλ. ηγουμένη, γουμένη και ηγουμένισσα, γουμένισσα (AM ἡγούμενος, θηλ. ἡγουμένη, Μ και γούμενος, θηλ. και ἡγουμένισσα, γουμένισσα) ηγούμαι
βλ. ηγούμαι.