ηγούμαι
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Greek Monolingual
(AM ἡγοῦμαι, ἡγέομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῦμαι)
1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῖθ', ἡ δ' ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.)
2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι της επαναστάσεως»)
3. (μτχ. ενεστ. ως ουσ.) α) ο ηγούμενος
η διοικητική κεφαλή και ο πνευματικός προϊστάμενος μονής
β) η ηγουμένη και ηγουμένισσα
η προϊσταμένη γυναικείου μοναστηριού
μσν.
1. παθ. φαίνομαι, μοιάζω («ἡγήσαντο οἱ στεναγμοί φλογώδεις ὡς πῡρ φλέγον», Βέλθ. Χρυσ.)
2. φρ. «οὐδέν ἡγοῦμαι» ή «ἀντ' οὐδενός ἡγοῦμαι» — δεν υπολογίζω τίποτε, αψηφώ τα πάντα, περιφρονώ
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡγουμένη
αρχόντισσα, βασίλισσα
μσν.-αρχ.
(μτχ. ενεστ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἡγούμενοι
οι κυβερνώντες, οι αρχηγοί
αρχ.
1. (για λογική προτεραιότητα) προηγούμαι
2. (για άστρα) προηγούμαι στην ημερήσια κίνηση
3. προηγούμαι, αρχίζω κάτι πρώτος, είμαι πρώτος («ἁγεῖτο παντοίων νόμων», Πίνδ.)
4. οδηγώ, διοικώ στρατό ή στόλο στον πόλεμο («νῆες,... ἧσιν Ἀχιλλεύς ἐς Τροίην ἡγεῖτο», Ομ. Ιλ.)
5. είμαι ηγεμόνας ή κυβερνήτης κάποιου, είμαι επικεφαλής, κυβερνώ, εξουσιάζω
6. (μετά τον Ομ.) νομίζω, θεωρώ, φρονώ («ἡγοῦμαι τινα βασιλέα» — νομίζω ή θεωρώ κάποιον ως βασιλιά, Ηρόδ.)
7. (για θεούς) έχω πίστη, πιστεύω («ἡγοῦμαι θεούς» — πιστεύω στην ύπαρξη τών θεών, Αριστοφ.)
8. φρ. α) «ἡγοῦμαι δεῖν» — νομίζω ότι πρέπει, θεωρώ αναγκαίο
β) «ἡγοῦμαι σχολής» — είμαι επικεφαλής σε φιλοσοφική σχολή
9. (μτχ. ενεστ. ως επίθ.) ἡγούμενος, -η, -ον
ο εμπρόσθιος
10. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τo ἡγούμενον
α) (στους υποθετικούς λόγους) η δευτερεύουσα υποθ. πρόταση, η υπόθεση
β) το κύριο, το σπουδαιότερο
11. (το θηλ. μτχ. ενεστ.) ἡ ἡγουμένη
η πρώτη
12. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἡγούμενος
α) κυβερνήτης
β) (ως επίσ. τίτλος) επιστάτης
γ) (στη Ρώμη) διοικητής
δ) η βασίλισσα τών μελισσών
13. (το ουδ. μτχ. παρκμ. στον πληθ.) τὰ ἁγημένα
τα νομιζόμενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγος ενεστ. σε -έομαι που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα sāg- «ιχνηλατώ» και που αντιστοιχεί στο λατ. sāgiō «αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι», γοτθ. sakjan «ζητώ, ψάχνω, επιτίθεμαι», αρχ. ιρλ. saigim «ζητώ, ψάχνω». Η αρχική σημ. του ρήματος είναι «οδηγώ, είμαι αρχηγός, διοικώ», η οποία απαντά στον Όμηρο, ενώ μεθομηρικά το ρ. προσέλαβε τη σημ. «κατέχω, συλλογίζομαι, θεωρώ, νομίζω».
ΠΑΡ. ηγεμών, ηγέτης
αρχ.
ήγημα, ηγητήρ, ηγητής, ηγήτωρ
μσν.- νεοελλ.
ηγούμενος.
ΣΥΝΘ. αφηγούμαι, διηγούμαι, εισηγούμαι, καθηγούμαι, παρεξηγούμαι, περιηγούμαι, προηγούμαι, υφηγούμαι
αρχ.
ανηγούμαι, αντιδιηγούμαι, αντιπροηγούμαι, απεξηγούμαι, διεξηγούμαι, εκδιηγούμαι, εξηγούμαι, εξυφηγούμαι, επεισηγούμαι, επεκδιηγούμαι, επεξηγούμαι, επιδιηγούμαι, εφηγούμαι, παραδιηγούμαι, παρηγούμαι, προαφηγούμαι, προδιηγούμαι, προεισηγούμαι, προεξηγούμαι, προκαθηγούμαι, προσδιηγούμαι, προσεξηγούμαι, συνεξηγούμαι
νεοελλ.
αναδιηγούμαι, αντεισηγούμαι].