ἐπεγερτικός

Revision as of 09:49, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

ή, όν,

   A awakening, Arist.Pr.886a9.    II stimulating, ἐ. ὁρμῆς Plu.2.138b; ἐ. εἰς τὰ ἀφροδίσια Cat.Cod.Astr.2.197.

German (Pape)

[Seite 908] ή, όν, aufweckend, ermunternd, Plut. conj. praec. A. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεγερτικός: -ή, -όν, ὁ ἐξεγείρων ἐκ τοῦ ὕπνου, Ἀριστ. Προβλ. 6. 5· διεγερτικός, μέλος τι τοῖς ἵπποις ὁρμῆς ἐπεγερτικὸν Πλούτ. 2. 138B. - Ἐπίρρ. -κῶς, δι’ ἐξεγέρσεως, ἐπεγερτικῶς ἀπονυστακτέον Κλήμ. Ἀλ. Ι. 492C.