ἐξημοιβός
English (LSJ)
όν, (ἐξαμείβω)
A serving for change, εἵματα δ' ἐξημοιβά changes of raiment, Od.8.249; τεύχεα Q.S.7.437; ἐξημοιβαί· ἕτεπαι, Hsch. ἐξήνεγκα, ἐξήνεγκον, v. ἐκφέρω.
German (Pape)
[Seite 881] umgewechselt, εἵματα, Kleider zum Wechseln, Od. 8, 249 u. sp. D., wie Qu. Sm. 7, 437.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξημοιβός: -όν, (ἐξαμείβω) χρησιμεύων πρὸς ἀλλαγὴν (πρβλ. ἐπημοιβός), εἵματα δ’ ἐξοιμηβά, «ἀλλασσόμενα, ἐξ ἀμοιβῆς φορούμενα» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 249· τεύχεα Κόϊντ. Σμ. 7. 437.