ἐξαμείβω

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰμείβω Medium diacritics: ἐξαμείβω Low diacritics: εξαμείβω Capitals: ΕΞΑΜΕΙΒΩ
Transliteration A: exameíbō Transliteration B: exameibō Transliteration C: eksameivo Beta Code: e)camei/bw

English (LSJ)

A exchange, alter, σαρκὸς ἐξαμείψασαι τρόμον having put away fear from one, E.Ba.607 (troch.); ἄλλην ἄλλοτε χρόαν Plu.2.590c:—Med., exchange places with, i.e. take the place of, ἔργου δ' ἔργον ἐξημείβετο one labour came hard upon another, E.Hel.1533.
2 intr. in Act., φόνῳ φόνος ἐξαμείβων Id.Or.816 (lyr.).
II of place, change one for another, pass over, c. acc., A.Pers.130 (lyr.), E.Ph. 131; so ἐξαμείψας Μακεδονίαν εἰς Θετταλίαν ἀφίκετο X.Ages.2.2: abs., withdraw, depart, E.Or.272:—so in Med., pass, διά τινος Id.Fr.781.45; τηνεῖ πρὸς τὴν σχοῖνον ἐξαμείβεο APl.4.255.
III Med., requite, repay, τινὰ ποιναῖς A.Pr.225 (v.l. ἀντημείψατο).

Spanish (DGE)

(ἐξᾰμείβω) I tr.
1 c. ac. de nombre de lugar ir al otro lado, cambiar un lugar por otro, atravesar τὸν ἀμφίζευκτον ἐξαμείψας ἀμφοτέρας ἅλιον πρῶνα κοινὸν αἴας después de haber atravesado el promontorio marino común, cual yugo, a ambas tierras del puente de Jerjes, A.Pers.130, τὸν δ' ἐξαμείβοντ' οὐχ ὁρᾷς Δίρκης ὕδωρ; E.Ph.131, ἐξαμείψας Μακεδονίαν εἰς Θετταλίαν ἀφίκετο X.Ages.2.2
fig. cambiar, dejar atrás σαρκὸς ἐξαμείψασαι τρόμον habiendo cambiado el temblor de la carne, e.d., dejar de temblar E.Ba.607.
2 intercambiar (νήσους) κατ' ἀλλήλων ἐξαμειβούσας ἄλλην ἄλλοτε χρόαν (islas) que intercambian unas con otras su color Plu.2.590c.
3 en v. med. recompensar c. ac. de pers. y dat. instrum. κακῆσι τιμαῖς ταῖσδέ μ' ἐξημείψατο A.Pr.223.
II intr.
1 cambiar de sitio, retirarse, irse εἰ μὴ 'ξαμείψει χωρὶς ὀμμάτων ἐμῶν si no se aparta de mi vista E.Or.272
tb. en v. med. δι' ἁρμῶν ἐξαμείβεται πύλης καπνοῦ μέλαιν' ἄησις ἔνδοθεν στέγης a través de las juntas de la puerta se retira de dentro de la habitación un soplo negro de humo E.Fr.781.45, πρὸς τὴν σχοῖνον ἐξαμείβεο AP 16.255.
2 fig., c. abstr. cambiar por, dejar paso c. dat. πόνῳ πόνος ἐξαμείβων E.Or.817
tb. en v. med., c. gen. ἔργου δ' ἔργον ἐξημείβετο un trabajo que da paso a otro trabajo E.Hel.1533.

German (Pape)

[Seite 867] 1) vertauschen, verändern, θαρσεῖτε σαρκὸς ἐξαμείψασαι τρόμον, das Zittern verbannend, Eur. Bacch. 607. – Vom Orte, darüber hingehen, πρῶνα Aesch. Pers. 130; Δίρκης ὕδωρ Eur. Phoen. 131; Μακεδονίαν, durchwandern, Xen. Ages. 2, 2; absol. εἰ μὴ ἐξαμείψει χωρὶς ὀμμάτων ἐμῶν, weggehen, Eur. Or. 272, u. so – 2) intr. abwechseln, φόνῳ φόνος ἐξαμείβων Eur. Or. 816, wie im med. ἔργου ἔργον ἐξημείβετο, eine Arbeit folgte auf die andere, Hel. 1533. – 3) vergelten, im med., κακαῖσι ποιναῖς ταῖσδέ μ' ἐξημείψατο Aesch. Prom. 223, mit den Strafen vergalt er mir.

French (Bailly abrégé)

échanger, changer : ἄλλην ἄλλοτε χρόαν PLUT changer de couler, passer d'une couleur à une autre ; particul. passer d'un pays dans un autre ; parcourir ensuite, acc. : χώραν εἰς χώραν XÉN passer d'un pays dans un autre;
Moy. ἐξαμείβομαι (ao. ἐξημειψάμην) faire un échange avec ; payer de retour, récompenser : τινα ποιναῖς ESCHL qqn par un châtiment.
Étymologie: ἐξ, ἀμείβω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰμείβω:
1 менять(ся): ἄλλην ἄλλοτε χρόαν ἐ. Plut. меняться в цвете;
2 тж. med. сменять друг друга, чередоваться: φόνῳ φόνος ἐξαμείβων Eur. убийство, следующее за убийством, т. е. непрерывный ряд убийств; ἔργου ἔργον ἐξημείβετο Eur. одна работа сменяла другую, т. е. работа кипела;
3 оставлять, покидать: σαρκὸς ἐξαμεῖψαι τρόμον Eur. перестать дрожать (всем) телом;
4 проходить, проезжать, миновать (ἅλιον πρῶνα Aesch.; Δίρκης ὕδωρ Eur.; Μακεδονίαν Xen.);
5 уходить (χωρὶς ὀμμάτων τινός Eur.);
6 med. возмещать, воздавать, карать (κακαῖς ποιναῖς τινα Aesch. - v.l. к ἀνταμείβεσθαι).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαμείβω: μέλλ. -ψω, ἀλλάσσω, μεταβάλλω, σαρκὸς ἐξαμείψασαι τρόμον, ἀποβαλοῦσαι τὸν τρόμον τῆς σαρκός, Εὐρ. Βάκχ. 607· ἐξαμειβούσης ἄλλην ἄλλοτε χρόαν Πλούτ. 2. 590C. - Μέσ., ἔργου δ’ ἔργον ἐξημείβετο, ἓν ἔργον παρηκολουθεῖτο ὑπὸ ἄλλου, δηλ. ἄλλοι κατεγίνοντο εἰς τοῦτο, ἄλλοι εἰς ἐκεῖνο, καὶ ἄλλοι εἰς ἄλλο ἔργον, Εὐρ. Ἑλ. 1533· οὕτως ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., φόνῳ φόνος ἐξαμείβων, «φόνος φόνον διαδεχόμενος» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 816. ΙΙ. ἐπὶ τόπου, ἀλλάσσω τόπον, διαβαίνω, διέρχομαι, μετ’ αἰτ., τὸν ἀμφίζευκτον ἐξαμείψας... ἅλιον πρῶνα, δηλ. τὸν Ἑλλήσποντον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 130, Εὐρ. Φοίν. 131· διέρχομαι διά τινος χώρας εἰς ἑτέραν, ἐξαμείψας Μακεδονίαν εἰς Θετταλίαν ἀφίκετο Ξεν. Ἀγησ. 2, 2· ἀπολ., ἀποσύρομαι, ἀναχωρῶ, ἀπέρχομαι, Εὐρ. Ὀρ. 272· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, διέρχομαι, διά τινος ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 781. 41, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 255. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀνταμείβω, ποιναῖς ταῖσδέ μ’ ἐξημείψατο μόνον παρ’ Αἰσχύλῳ ἐν Πρ. 223, ἔνθα τὸ ἀντημείψατο εἶναι διάφ. γραφ. ἣν παρεδέξατο ὁ Blomf. - Πρβλ. ἀμείβω.

Greek Monolingual

ἐξαμείβω (AM) αμείβω
1. αλλάζω, μεταβάλλω («ἐξαμειβούσης ἄλλην ἄλλοτε χρόαν», Πλούτ.)
2. μεσ. παίρνω τη θέση άλλου («ἔργου δ' ἔργον ἐξημείβετο», Ευρ.)
3. διαδέχομαι, ανταλλάσσω («φόνῳ φόνος ἐξαμείβων», Ευρ.)
4. διαβαίνω από έναν τόπο
αρχ.
1. αποσύρομαι, φεύγω
2. ανταμείβω, ανταποδίδω («κακοῖσι ποιναῖς ταῖσδέ μ' άντημείψατο», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

ἐξᾰμείβω: μέλ. -ψω,
I. ανταλλάσσω, μεταβάλλω, ἐξαμείψασαι τρόμον, διώχνω τον φόβο από κάποιον, σε Ευρ. — Μέσ., παίρνω τη θέση κάποιου, τον αντικαθιστώ, με γεν., στον ίδ.· ομοίως και αμτβ. στην Ενεργ., με δοτ., φόνῳ φόνος ἐξαμείβων, φόνος που έπεται και «ξεπληρώνει» άλλον, στον ίδ.
II. λέγεται για τόπο, εναλλάσσω, περνώ, διέρχομαι, με αιτ., σε Αισχύλ., Ευρ.· απόλ., αποσύρω, αναχωρώ, στον ίδ.
III. στη Μέσ. επίσης, ανταμείβω, ανταποδίδω, επιστρέφω χρήματα, αποζημιώνω, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

fut. ψω
I. to exchange, alter, ἐξαμείψασαι τρόμον having put away fear from one, Eur.:—Mid. to take the place of, c. gen., Eur.; so intr. in Act., c. dat., φόνῳ φόνος ἐξαμείβων murder following after murder, Eur.
II. of place, to change one for another, pass over, c. acc., Aesch., Eur.: absol. to withdraw, depart, Eur.
III. in Mid. also to requite, repay, Aesch.