σχίδιον
English (LSJ)
[ῐ], τό, Dim. of σχίζα, in Lat. form
A schidium, Vitr.2.1.4. II = βάθρον 6, Ruf. ap. Orib.49.26.1. III σχίδια· ὠμόλινα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1056] τό, 1) dim. vom Vorigen. – 2) im plur. gezupfte Leinwand, Wundfaden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σχίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ σχίζα, πρβλ. Βιτρούβ. 2. 1.