ἔκσπονδος
English (LSJ)
ον, (σπονδαί)
A out of the treaty, not a party thereto, Th.3.68, X.HG5.1.32, D.19.44 ; ἔ. τῶν συνθηκῶν Plb.21.30.5. II contrary to a treaty, violating it, ἔ. τιπαθεῖν D.H.2.72.
German (Pape)
[Seite 779] vom Frieden oder Bündniß ausgeschlossen; Thuc. 3, 68; Xen. Hell. 5, 1, 32 u. Sp.; τῶν συνθηκῶν Pol. 22, 13, 5. Gegen einen Vertrag handelnd, gegen den Vertrag, εἴ τι πεπόνθασιν ἔκσπονδον Dion. Hal. 2, 72.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκσπονδος: -ον, = ἔξω τῶν σπονδῶν, μὴ συμπεριλαμβανόμενος εἰς τὰς σπονδάς, ἀποκεκλεισμένος ἐξ αὐτῶν, Θουκ. 3. 68, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 32, Δημ. 355. 6· ἔκσπ. τῶν συνθηκῶν Πολύβ. 22. 13, 5. ΙΙ. ἐναντίος τῶν σπονδῶν, παραβαίνων τὰς συνθήκας, Διον. Ἁλ. 2. 72.