ἔκσπονδος
English (LSJ)
ἔκσπονδον, (σπονδαί)
A out of the treaty, not a party to the treaty, Th.3.68, X.HG5.1.32, D.19.44; ἐκσπονδος τῶν συνθηκῶν Plb.21.30.5.
II contrary to a treaty, violating it, ἔ. τιπαθεῖν D.H.2.72.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de colect., gener. en constr. pred. que está fuera del tratado, excluido del tratado por haber roto una de las partes las condiciones ἡγούμενοι ... ἔκσπονδοι ἤδη considerándose ya liberados del tratado Th.3.68, ἔκσπονδοι ἔσονται serán excluidos del tratado X.HG 5.1.32, porque alguien no fue incluido de antemano εἰδὼς ὅτι ψεύδεται ... ἐκ τοῦ ... ἐκσπόνδους ἀποφανθῆναι τοὺς Φωκέας sabiendo que mentía ... porque los foceos fueron explícitamente excluidos del tratado D.19.44, ἐκσπόνδους αὐτοὺς ... ἐψηφίσασθε ποιῆσαι votasteis excluirlos del tratado Isoc.14.37, μόνοι δε Θηβαῖοι κριθέντες ἔκσπονδοι D.S.15.38, c. gen. τῶν συνθηκῶν Plb.21.30.5
•tb. de pers. individuales τὸν Κερσοβλέπτην ... ἔκσπονδον ἐποίεις Aeschin.2.93, cf. Lib.Decl.23.41.
2 de cosas contrario al tratado εἴ τι πεπόνθασιν ἔκσπονδον si han sufrido alguna acción contraria al tratado D.H.2.72.
II fig. desleal γένος ἔκσπονδον estirpe falaz de los judíos, Synes.Ep.5 (p.12)
•neutr. plu. como adv. ἔκσπονδα εἰργασμένοι habiendo actuado con deslealtad Ph.2.318.
German (Pape)
[Seite 779] vom Frieden oder Bündniß ausgeschlossen; Thuc. 3, 68; Xen. Hell. 5, 1, 32 u. Sp.; τῶν συνθηκῶν Pol. 22, 13, 5. Gegen einen Vertrag handelnd, gegen den Vertrag, εἴ τι πεπόνθασιν ἔκσπονδον Dion. Hal. 2, 72.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
exclu d'un traité.
Étymologie: ἐκ, σπονδή.
Russian (Dvoretsky)
ἔκσπονδος: 1) (тж. ἔ. τῶν συνθηκῶν Polyb.) исключенный из союзного договора Thuc., Xen., Dem., Plut.;
2) противоречащий договору, вероломный (ἔ. καὶ ἀκατάγγελτος πόλεμος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκσπονδος: -ον, = ἔξω τῶν σπονδῶν, μὴ συμπεριλαμβανόμενος εἰς τὰς σπονδάς, ἀποκεκλεισμένος ἐξ αὐτῶν, Θουκ. 3. 68, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 32, Δημ. 355. 6· ἔκσπ. τῶν συνθηκῶν Πολύβ. 22. 13, 5. ΙΙ. ἐναντίος τῶν σπονδῶν, παραβαίνων τὰς συνθήκας, Διον. Ἁλ. 2. 72.
Greek Monolingual
-η, -ον (AM ἔκσπονδος, -ον)
Ι. 1. αυτός που δεν συμπεριλαμβάνεται στις σπονδές, που αποκλείστηκε από αυτές («ἐκσπόνδους εἶναι τούτων τῶν συνθηκῶν», Πολύβ.)
2. αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, που ενεργεί παρά τις σπονδές
3. (για ενέργειες ή καταστάσεις) ο αντίθετος προς τις σπονδές, αυτός που δεν επιτρέπεται από τις σπονδές
II. επίρρ. εκσπόνδως
κατά παράβαση ή αθέτηση τών σπονδών, τών συνθηκών, παρασπόνδως.
Greek Monotonic
ἔκσπονδος: -ον (σπονδή), = ἔξω τῶν σπονδῶν, αυτός που δεν περιλαμβάνεται στις σπονδές, που έχει αποκλεισθεί, που έχει εξαιρεθεί από αυτές, σε Θουκ., Ξεν.
Middle Liddell
ἔκ-σπονδος, ον σπονδή
= ἔξω τῶν σπονδῶν, out of the treaty, excluded from it, Thuc., Xen.