εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
[Seite 735] ὁ, = πρόμος, bei Aesch. Suppl. 882, l. d.
ὁ, Α(ποιητ. τ.) βλ. πρόμος.