βληχώδης
English (LSJ)
ες,
A bleating, sheepish, Babr.93.5.
German (Pape)
[Seite 449] ες, blökend; übertr., schafig, dumm, Babr. 93, 5.
Greek (Liddell-Scott)
βληχώδης: -ες, (εἶδος) βελάζων, προβατώδης, εὐήθης, Βάβρ. 93. 5.
ες,
A bleating, sheepish, Babr.93.5.
[Seite 449] ες, blökend; übertr., schafig, dumm, Babr. 93, 5.
βληχώδης: -ες, (εἶδος) βελάζων, προβατώδης, εὐήθης, Βάβρ. 93. 5.