κατακεκράκτης

From LSJ
Revision as of 10:50, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

German (Pape)

[Seite 1352] ὁ, der Andere niederschrei't, sie durch Schreien todt macht, Ar. Equ. 304, Conj. für καὶ κεκράκτης.

Greek (Liddell-Scott)

κατακεκράκτης: -ου, κλητ. κατακεκρᾶκτα, ὁ, ὁ κατακράζων, ὁ διὰ τῶν κραυγῶν του καταβάλλων ἢ ἐπιβάλλων σιγὴν εἰς τὸν ἄλλον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 303 (κατὰ τὸν Ἕρμανν. ἀντὶ καὶ κεκράκτα).