διαπορθμευτικός
German (Pape)
[Seite 597] ή, όν, zum Ueberfahren gehörig, geschickt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαπορθμευτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος πρὸς διαπόρθμευσιν. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐκκλ.
[Seite 597] ή, όν, zum Ueberfahren gehörig, geschickt, Sp.
διαπορθμευτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος πρὸς διαπόρθμευσιν. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐκκλ.