διαπορθμευτικός

Revision as of 11:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

German (Pape)

[Seite 597] ή, όν, zum Ueberfahren gehörig, geschickt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαπορθμευτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος πρὸς διαπόρθμευσιν. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐκκλ.