σάμβαλον

Revision as of 10:49, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

σαμβαλίσκος,

   A v. σάνδαλον, σανδαλίσκος.

German (Pape)

[Seite 860] τό, äol. statt σάνδαλον, Sappho 38; σάμβαλα κοῦφα βαλεῖν, Diotim. 2 (VI, 267), d. i. leicht die Füße setzen.

Greek (Liddell-Scott)

σάμβᾰλον: σαμβᾰλίσκος, ἴδε ἐν λέξ. σάνδαλον, Ἡσύχ.