σάνδαλον

From LSJ

φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναιwherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάνδᾰλον Medium diacritics: σάνδαλον Low diacritics: σάνδαλον Capitals: ΣΑΝΔΑΛΟΝ
Transliteration A: sándalon Transliteration B: sandalon Transliteration C: sandalon Beta Code: sa/ndalon

English (LSJ)

τό,
A sandal, Eup.295; mostly in plural, sandals, h.Merc. 79,83,139, etc.; Aeol. σάμβᾰλον Eumel.13 K., Sapph.98, AP6.267 (Diotim.).
II a flat fish, Matro Conv.76; also σανδάλιον, identified by Hsch. with ψῆττα, but distinguished from it by Alciphr.1.7.

German (Pape)

[Seite 860] τό, äol. σάμβαλον, w. m. vgl., gew. im plur., eine hölzerne Sohle, mit Riemen um den Oberfuß festgebunden; zuerst im h. Hom. Merc. 79. 83. 139; später eine Art Weiberschuh, z. B. der Omphale, vgl. Poll. 7, 87.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sandale.
Étym. pers. sandal « chaussure ».

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σάνδαλον -ου, τό Aeol. σάμβαλον sandaal.

Russian (Dvoretsky)

σάνδᾰλον: эол. σάμβᾰλον τό
1 сандалия (деревянная подошва с ремнями) HH;
2 сандал (род камбалы) Luc.

Spanish

sandalia

Greek Monolingual

το, ΜΑ
βλ. σάνδαλο.

Greek Monotonic

σάνδᾰλον: τό, υπόδημα με ξύλινη σόλα που δένεται με λωρίδες γύρω από το πέλμα και τον αστράγαλο· σανδάλι, πέδιλο· κατά κανόνα στον πληθ., τα σανδάλια, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ. (πιθ. Περσική λέξη).

Greek (Liddell-Scott)

σάνδᾰλον: τό, ὑπόδημα προσδενόμενον διὰ λωρίων κατὰ τὸ ἄνω μέρος τοῦ ποδός,
Εὔπολις ἐν «Χρυσῷ γένει» 20· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ., πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 79, 83μ 139· περὶ τῶν Τυρρηνικῶν σανδαλίων ἴδε Meineike εἰς Κρατῖν. ἐν «Νόμ.» 10, Πολυδ. Ζ΄ 86 κἑξ.· - Αἰολ. σάμβαλον Σαπφὼ 99, Ἀνθ. Π. 6. 267, ἴδε Bgk. εἰς Ἀνακρ. 15· ὑποκοριστ. σαμβαλίσκος, ὁ, ἑτερογεν. πληθ. -ίσκα, Ἱππῶναξ 12. ΙΙ. πλατύς τις ἰχθύς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136Β· ὡσαύτως σανδάλιον, καθ’ Ἡσύχ. ταὐτὸν καὶ ψῆττα, ἀλλὰ διακρίνεται ἀπ’ αὐτῆς ὑπὸ τοῦ Ἀλκίφρονος 1. 7. (Πιθαν. παρελήφθη ἐκ τοῦ Περσικοῦ sandal (calceus)).

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: sandal(s) (h. Merc.); name of a flatfish (Matro; Strömberg Fischn. 37);
Other forms: pl. . Also σάμβαλον (Eumel., Sapph., AP)
Compounds: σανδαλοθήκη sandal case (Men., Delos IIa); σαμ-βαλ-ούχη, -ουχίς f. sandalchest (Herod.), -ίσκα pl. n. (Hippon. 18 = 32 Masson; s. comm.).
Derivatives: σανδάλ-ιον (IA.), -ίσκον (Ar.); also -ίς, -ίδος f. kind of date (Plin.), -ώδης sandal-like (sch.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Also σάμβαλον n. -- On νδ σάνδαλον μβ cf. κορίαμβλον-κορίανδρον; diff. adoption of a foreign word (Schwyzer 303)?; s. also Kronasser Etymologie I 91. -- Origin unknown; cf. σαγγάριος H. s. σκυτεύς; τζαγγάριος (τσ-) m. manufacturer of Parthian τζάγγαι (pap. VIp; ?). -- From Greek Lat. sandalium, Fr. sandale, NPers. ṣandal etc. - Furnée 153, 389 mentions also σέμπαδα ὑποδήματα H. (to be read *σέμπαλα?).

Middle Liddell

σάνδᾰλον, ου, τό,
a wooden sole, bound by straps round the instep and ankle, mostly in plural sandals, Hhymn., etc. [Prob. a Persian word.]

Frisk Etymology German

σάνδαλον: {sándalon}
Forms: pl. -α
Grammar: n.,
Meaning: ‘Sandale(n)’ (seit h. Merc.), N. eines Plattfisches (Matro; Strömberg Fischn. 37);
Composita: σανδαλοθήκη Sandalkasten (Men., Delos IIa).
Derivative: Davon σανδάλιον (ion. att.), -ίσκον (Ar.); auch -ίς, -ίδος f. Art Dattel (Plin.), -ώδης sandalähnlich (Sch.).
Etymology: Auch σάμβαλον n. (Eumel., Sapph., AP), σαμβαλούχη, -ουχίς f. Sandalkasten (Herod.), -ίσκα pl. n. (Hip- pon. 18 = 32 Masson; s. Komm.). — Der Wechsel νδ ~ μβ ist dunkel; verschiedene Aufnahme eines Fremdworts (Schwyzer 303)?; s. auch Kronasser Etymologie I 91. — Herkunft unbekannt; vgl. σαγγάριος H. s. σκυτεύς; τζαγγάριος (τσ-) m. Verfertiger der parthischen τζάγγαι (Pap. VIp). — Aus dem Griech. lat. sandalium, frz. sandale, npers. ṣandal usw.
Page 2,675

Mantoulidis Etymological

τό (=σανδάλι, πέδιλο). Ἀσιατική ἡ προέλευσή του ἀπό τό περσικό sandal.

Léxico de magia

τό sandalia símbolo de Hécate Ἑκάτη τριπρόσωπος ἑξάχειρ κρατοῦσα ἐν ταῖς χερσὶν λαμπάδας, ... σάνδαλα ὑποδεδεμένη una Hécate de tres caras y seis manos, sosteniendo antorchas en ellas, calzada con sandalias P IV 2123 τοῦτο γὰρ σου σύμβολον, τὸ σ. σου ἔκρυψα pues éste es tu símbolo: he escondido tu sandalia P IV 2292 χάλκεον τὸ σ. τῆς ταρταρούχου de bronce es la sandalia de la que gobierna el Tártaro P IV 2334 P LXX 11 SM 49 58