ον,
A high-heaped, τάφος A.Ch.351 (lyr.).
[Seite 677] viel oder hoch aufgeschüttet, τάφος, Aesch. Ch. 346.
πολύχωστος: -ον, ὁ ἐκ μεγάλων σωρῶν χώματος ἀποτελούμενος, πολύχωστον… τάφον Αἰσχύλ. Χο 350.