πολύχωστος
ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you
English (LSJ)
πολύχωστον, high-heaped, τάφος A.Ch.351 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 677] viel oder hoch aufgeschüttet, τάφος, Aesch. Ch. 346.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
formé d'un grand amas de terre.
Étymologie: πολύς, χώννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύχωστος -ον [πολύς, χώννυμι] hoog opgeworpen:. π. τάφος een hoge grafheuvel Aeschl. Ch. 351.
Russian (Dvoretsky)
πολύχωστος: высоко насыпанный, высокий (τάφος Aesch.).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός στον οποίο έχει τοποθετηθεί πολύ χώμα έτσι ώστε να μοιάζει με λόφο, αυτός πάνω στον οποίο έχει συσσωρευθεί πολύ χώμα και σε μεγάλο ύψος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χωστός (< χώννυμι), πρβλ. αμμόχωστος].
Greek Monotonic
πολύχωστος: -ον, αυτός που αποτελείται από μεγάλο σωρό χώματος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύχωστος: -ον, ὁ ἐκ μεγάλων σωρῶν χώματος ἀποτελούμενος, πολύχωστον… τάφον Αἰσχύλ. Χο 350.