εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes
[Seite 870] pass., aufgehängt werden, schweben, Luc. V. H. 1, 9.
ἐξαπαρτάομαι: παθ., κρέμαμαι, ἀλλ’ ἄνω μετέωρον ἐξαπηρτημένην (τὴν ναῦν) ἄνεμος ἐμπεσὼν τοῖς ἱστίοις ἔφερε Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Α. 9.