[Seite 460] Rinder nährend, λειμών Aesch. Suppl. 5, 40; Arkadien Myrin. 1 (VI, 108).
βούχῑλος: -ον, πλούσιος εἰς νομήν, τρέφων βοῦς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 540.