περικρύπτω
English (LSJ)
late impf. -έκρυβον Ev.Luc.1.24: —
A conceal entirely, Luc.DMort.10.8, Eun.Hist.p.248 D., etc.:—Med., conceal oneself from, τινα D.L.6.61.
German (Pape)
[Seite 581] (s. κρύπτω), rings herum bedecken, verbergen; Luc. D. Mort. 10, 8; περιέκρυβεν Ev. Luc. 1, 24.
Greek (Liddell-Scott)
περικρύπτω: κρύπτω ἐντελῶς Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 8, κτλ.· μεταγεν. τύπος περικρύβω, ἴδε τὴν λέξιν: - Μέσ., ἀποκρύπτω ἐμαυτὸν ἀπὸ .., τινὰ Διογ. Λ. 6.61.