ἀποκρύπτω

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκρύπτω Medium diacritics: ἀποκρύπτω Low diacritics: αποκρύπτω Capitals: ΑΠΟΚΡΥΠΤΩ
Transliteration A: apokrýptō Transliteration B: apokryptō Transliteration C: apokrypto Beta Code: a)pokru/ptw

English (LSJ)

used by Hom. only in aor. 1,
A Ep. impf. ἀποκρύπτασκε Hes.Th.157:—Pass., aor. -εκρύβην [ῠ] LXX Jb.3.23: fut. -κρῠβήσομαι ib.Ps.18(19).6, Gal.UP10.12:—Med., aor.2 -εκρυβόμην Apollod. 3.2.1:—hide from, keep hidden from, c. acc. et gen., αἴ γάρ μιν θανάτοιο.. δυναίμην νόσφιν ἀποκρύψαι Il.18.465: c. dat. pers., ἀπέκρυψεν δέ μοι ἵππους 11.718: c. dupl. acc., hide or keep back from one, οῠτε σε ἀποκρύψω τὴν ἐμὴν οὐσίαν Hdt.7.28; τι ἀπό τινος LXX 4 Ki.4.27:—Med., ἀποκρύπτεσθαί τινά τι Pl.Lg.702c, X.Mem.2.6.29, etc.; ἀ. τι keep it back, Pl.Prt. 348e, cf. 327a: c. acc. pers., X.Cyr.8.7.23, Smp. 1.6.
2 hide from sight, keep hidden, conceal, Od.17.286, etc.; ἔθηκε νύκτ' ἀποκρύψας φάος Archil.74.3; τὸν ἥλιον ὑπὸ τοῦ πλήθεος τῶν ὀϊστῶν ἀ. Hdt.7.226; ἀποκρύψει φάος νύξ A.Pr.24; χιὼν ἀ. τι X. An.4.4.11; ἀ. τὴν σοφίαν Pl.Ap.22e; ἀ. τὴν οὐσίαν ἐν ταῖς οἰκίαις Isoc.1.42; εἰς τὸ ἄδηλον -κρύπτων X.Eq.Mag.5.7:—Med., Ar.Eq. 424.483; ἀ. ἑαυτόν efface oneself, Pl.R. 393c: c. inf., ἀποκρύπτεσθαί τι μὴ καθ' ἡδονὴν ποιεῖν to conceal one's doing, Th.2.53; περὶ ὧν ἀποκρυπτόμεθα μηδένα εἰδέναι Lys.7.18; pf. Pass. in med. sense, οὐκ ἀποκέκρυπται τὴν οὐσίαν D.28.3: abs., ἀποκρύψασθαι πρός τινα Isoc. 11.2:—Pass., τὸν Ἑλλήσποντον ὑπὸ τῶν ἀποκεκρυμμένον Hdt.7.45; τοὺς ἀποκρυπτομένους those who withdraw from public, Alex. 265.
3 obscure, E.Fr. 153, Arist.Po.1460b4, Alcid.Soph.30, Lib. Or.63.26, Jul.Or.1.44c.
II ἀ. γῆν lose from sight, of ships running out to sea, opp. ἀνοίγνυμι 1.3, φεύγειν εἰς τὸ πέλαγος.. ἀποκρύψαντα γῆν Pl.Prt. 338a, cf. Lib.Or.59.147; ἐπειδὴ ἀπεκρύψαμεν αὐτούς when we got out of sight of them, Luc.VH2.38, cf. Th.5.65 (sc. αὐτούς) τὴν θάλατταν (i.e. by marching inland) Aristid.1.473 J.; ἀποκρύπτουσι Πελειάδες (sc. ἑαυτούς) disappear, Hes.Fr.179; ἄστερες ἄμφι σελάνναν ἀ. εἶδος Sapph.3; but also Pass. of ships, Hero Aut. 22.5.

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. iter. ép. ἀποκρύπτασκε Hes.Th.157]
A tr.
I 1ocultar esp. al sent. de la vista, c. ac. y dat. ἀπέκρυψεν δέ μοι ἵππους Il.11.718
sólo c. ac. ἔθηκε νύκτ' ἀποκρύψας φάος ἡλίου Archil.206.3, de los astros ἄστερες μὲν ἀμφὶ ... σελάνναν ... ἀπυκρύπτοισι ... εἶδος Sapph.34, cf. Antipho Soph.B 27, ἥλιον ὑπὸ του πλήθους τῶν ὀϊστῶν ἀποκρύπτουσι Hdt.7.226, νὺξ ἀποκρύψει φάος A.Pr.24, τὴν οὐσίαν ἐν ταῖς οἰκίαις Isoc.1.42, χιὼν ... ἀπέκρυψε ... τὰ ὅπλα X.An.4.4.11, πηγήν Plu.2.703b, τύμβῳ πάντα SB 8071.14 (III d.C.)
en v. pas. τὸν Ἑλλήσποντον ὑπὸ τῶν νεῶν ἀποκεκρυμμένον Hdt.7.45
en v. med. ἀποκρυπτόμενος (τὸ κρέας) εἰς τῶ κοχώνα Ar.Eq.424, cf. 483
c. ac. de pers. μιν θανάτοιο ... ἀποκρύψαι ocultarlo, alejarlo de la muerte, Il.18.465, εἰς τὸ ἄδηλον ἀποκρύπτων ... τοὺς ἱππέας X.Eq.Mag.5.7, de soldados πέριξ ... αἰγιαλούς Plu.Them.12, ὄμνυμι ... [μηδένα ἀπο] κεκρυφέναι PCair.Isidor.8.12 (IV d.C.)
tb. en v. med. ἐν σκότῳ ὑμᾶς οἱ θεοὶ ἀποκρύπτονται X.Cyr.8.7.23.
2 ocultar al sent. del oído, al conocimiento callar, no decir, encubrir c. ac. y dat. οὐκ ἀποκρύψω ὑμῖν μυστήρια LXX Sap.6.22
c. dos ac. οὔτε σε ἀποκρύψω ... τὸ μὴ εἰδέναι τὴν ἐμὴν οὐσίαν Hdt.7.28
en v. med. σφω τὸ νῦν ἐμοὶ συμβαῖνον Pl.Lg.702c, ἐπιβολὴν ... πάντας ἀπεκρύψατο Plb.10.9.1
c. ac. de abstr. y ἀπό más gen. de pers. μὴ ἀποκρύψῃς ἀπ' ἐμοῦ τὰς ἐντολάς LXX Ps.118.19, cf. 4Re.4.27
c. ac. solamente οὐδέν, ... ἀποκρύψας ἐρῶ E.Ph.503, τὴν τέχνην Pl.Prt.348e, Ael.Ep.19, μηδὲν ... τῶν ὄντων Is.7.40, ταῦτα πάντα Is.8.20, ὃ μὲν ὄλβιος ἦν, τὸ δ' ἀπέκρυψεν θεός E.Pr.153, ἀποκρύπτει ... ἡ λίαν λαμπρὰ λέξις τὰ ... ἤθη Arist.Po.1460b4, τοὺς λόγους Alcid.1.30, ταῦτα Teles 1 p.4.18, τὰ γονέων Lib.Or.63.26
en v. med. τὴν οὐσίαν D.28.3, τὰ φαῦλα τῆς ψυχῆς Plu.2.645c, τὰς παρὰ τῶν δήμων χάριτας ἀποκρυπτόμενος Iul.Or.1.44c, cf. LXX Sap.7.13, en v. pas. (Θεοῦ) σοφίαν ἐν μυστηρίῳ τὴν ἀποκεκρυμμένην 1Ep.Cor.2.7
c. ac. de pers., en v. med. εἰ ... ἑαυτὸν ἀποκρύπτοιτο ὁ ποιητής Pl.R.393c, ἐμέ γ' οὐκ ἂν ἀπεκρύψατο no me habría ocultado sus intenciones Plu.2.755d
c. ac. e interr. indir. μὴ οὖν ἀποκρύπτου με οἶς ἂν βούλῃ φίλος γενέσθαι X.Mem.2.6.29
c. constr. pred. ἀπεκρυπτόμην ὑμᾶς ἔχων πολλὰ καὶ σοφὰ λέγειν yo os ocultaba que tenía muchas cosas sabias que decir X.Smp.1.6
c. inf. disimular ῥᾶον γὰρ ἐτόλμα τις ἃ πρότερον ἀπεκρύπτετο μὴ καθ' ἡδονὴν ποιεῖν cualquiera se atrevía más fácilmente a lo que antes disimulaba que lo hacía por placer Th.2.53, cf. Lys.7.18.
II perder de vista esp. la tierra, de los barcos que se adentran en alta mar, fig. φεύγειν εἰς τὸ πέλαγος τῶν λόγων ἀποκρύψαντα γῆν Pl.Prt.338a, ὁ δὲ γῆν ἀποκρύψας Lib.Or.59.147
en v. pas. αἱ (νῆες) ἀπεκρύπτοντο Hero Aut.22.5
tb. τὴν θάλατταν al adentrarse en tierra, Aristid.Or.15.32
c. ac. de pers. ἐπεὶ δὲ ἀπεκρύψαμεν αὐτούς una vez que desaparecimos de su vista Luc.VH 2.38.
B intr. ponerse de los astros ἀποκρύπτουσι Πελειάδες Hes.Fr.290
desaparecer ἐπειδὴ ἀναχωροῦντες ἐκεῖνοί τε ἀπέκρυψαν Th.5.65, de las aves en vuelo, en auspicios IEphesos 1678A.1, 4, 7
en v. med. ocultarse οἱ ἀποκρυπτόμενοι los que se ocultan, los que no se dejan ver en público Alex.265.5.

German (Pape)

[Seite 309] (ἀποκρύπτασκε Hes. Th. 157), verbergen, verhehlen, Hom. nur aor. I. act., ἀπέκρυψε μοι ἵππους Il. 11, 718; αἲ γάρ μιν δυναίμην θανάτοιο νόσφιν ἀποκρύψαι 18, 465; γαστέρα ἀποκρύψαι Od. 17, 286; verdunkeln, σοφίαν Plat. Apol. 22 d; ἀποκεκρυμμένη, verborgen, Phaedr. 273 c; χιὼν ἀπέκρυψε τὰ ὅπλα Xen. An. 4, 4, 11; τὸν ἥλιον ἀποκρύπτειν, die Sonne verdunkeln, Her. 7, 226; καὶ καταλῦσαι τοὺς λόγους Alcidam. sophist. 678, 30; ἀποκρύπτειν γῆν, von Schiffen, die absegeln, das Land aus dem Gesicht verlieren, Plat. Prot. 338 a; Luc. V. Hist. 2, 38; absolut, ἀναχωροῦντες ἀπέκρυψαν, sie waren aus dem Gesicht, Thuc. 5, 65. – Am gew. med., sich oder das Seinige verbergen, verheimlichen, Her. 7, 28; ἑαυτόν Plat. Rep. III, 393 c; ἀδυναμίαν, τέχνην, Gorg. 492 a Prot. 348 e; ἀποκρυπτόμενος im Gegensatz von κατατιθεὶς εἰς τὸ μέσον Phil. 14 b; τινά τι, σφὼ τὸ ἐμοὶ ξυμβαῖνον Legg. III, 702 c; μὴ ἀποκρύπτου με, οἷς ἂνβούλοιο φίλος γενέσθαι Xen. Mem. 2, 6, 29; ἀποκέκρυπται τὴν οὐσίαν Dem. 28, 3; περὶ ὧν ἀποκρυπτόμεθα μηδένα εἰδέναι Lys. 7, 18; Thuc. 2, 53 ἀπεκρύπτετο, μὴ καθ' ἡδονὴν ποιεῖν.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποκρύψω, ao. ἀπέκρυψα;
I. cacher :
1 mettre en lieu sûr, soustraire : τινί τι qch à qqn ; τινα θανάτοιο νόσφιν ἀ. IL soustraire qqn à la mort;
2 cacher, couvrir;
II. perdre de vue : τινά arriver hors de la vue de qqn;
Moy. ἀποκρύπτομαι cacher, dissimuler, garder secret : τι qch ; τινά τι qch à qqn ; ἀ. μὴ ποιεῖν THC dissimuler qu'on fait ; πρός τινα ἀποκρύψασθαι ISOCR, rar. τινα ἀποκρύπτεσθαι XÉN se cacher de qqn.
Étymologie: ἀπό, κρύπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκρύπτω:
1 тж. med. скрывать, прятать, утаивать (τινί τι Hom., Plut. и τινά τινος Hom.): ἀποκρύψασθαι πρός τινα Isocr. и τινα Xen. скрыться от кого-л.;
2 закрывать, затмевать (τὸν ἥλιον ὑπὸ τοῦ πλήθεος τῶν ὀϊστῶν Her.; χιὼν ἀπέκρυψε τοὺς ἀνθρώπους Xen.; ἀπεκρύπτετο ζόφῳ τὸ πεδίον Plut.); перен. заслонять, затемнять (τὴν σοφίαν Plat.);
3 терять из виду (γῆν Plat.; τινά Luc.);
4 (sc. ἑαυτόν) скрываться из виду (ἀναχωροῦντες ἀπέκρυψαν Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκρύπτω: μέλλ. -ψω, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον κατ’ ἀόρ. α΄, ἀλλ. Ἐπ. παρατ. ἀποκρύπτασκε εὕρηται παρ’ Ἡσ. Θ. 157: Παθ. ἀόρ. -εκρύβην [ῠ]: μέλλ. -κρῠβήσομαι Ἑβδ. κτλ. Κρύπτω ἀπό τινος, διατηρῶ τι κεκρυμμένον ἀπό τινος, μετ. αἰτ. καὶ γεν., αἴ γάρ μιν θανάτοιο... δυναίμην νόσφιν ἀποκρύψαι Ἰλ. Σ. 465· μετὰ δοτ. προσώπ., ἀπέκρυψεν δέ μοι ἵππους Λ. 717: - μεταγεν. μ. διπλ. αἰτ., ὡς τὸ Λατ. celare aliquem aliquid, κρύπτω ἢ φυλάττω τι κεκρυμμένον ἀπό τινος, ἀποκρύπτω, οὔτε σε ἀποκρύψω τὴν ἐμὴν οὐσίην Ἡρόδ. 7. 28· τι ἀπό τινος Ἑβδ. (Βασιλ. Δ΄. δ΄, 27): - Μέσ., ἀποκρύπτεσθαί τινά τι Πλάτ. Νόμ. 702B, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 29. κτλ. ἀπ. τι, φυλάττω τι μυστικόν, Πλάτ. Πρωτ. 348E, πρβλ 327B. 2) ἀποκρύπτω ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν, ἀπὸ τῆς ὄψεως, κρύπτω, Ὀδ. Ρ. 286, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ. ἔθηκε νύκτ’ ἀποκρύψας φάος Ἀρχίλ. 74 (31)· τὸν ἥλιον ὑπὸ τοῦ πλήθεος τῶν ὀστῶν ἀπ. Ἡρόδ. 7. 226· ἀποκρύψει φάος νὺξ Αἰσχύλ. Πρ. 24· χιὼν ἀπ. τι Ξεν. Ἀν. 4. 4, 11· ἀπ. τὴν σοφίαν Πλάτ. Ἀπολ. 22D· ἀπ. τι ἔν τινι Ἰσοκρ. 11B· εἴς τι Ἀριστοφ. Ἱππ. 424, 483, Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 7: - Μέσ., μετ’ ἀπαρ., ἀποκρύπτεσθαι μὴ ποιεῖν τι, ἀποκρύπτω τὰς πράξεις μου, Θουκ. 2. 53· περὶ ὧν ἀποκρυπτόμεθα μηδένα εἰδέναι Λυσ. 110. 2· ὁ παθ. πρκμ. ἔχει τὴν αὐτὴν σημασ. παρὰ Δημ. 836. 19, οὐκ ἀποκέκρυπται τὴν οὐσίαν: - Παθ., τὸν Ἑλλήσποντον ὑπὸ τῶν νεῶν ἀποκεκρυμμένον Ἡρόδ. 7. 45· τοὺς ἀποκρυπτομένους, ἐκείνους οἵτινες ἀποσύρονται ἀπὸ τοῦ δημοσίου, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 8. 3) ἀμαυρῶ, σκιάζω, Εὐρ. Ἀποσπ. 152· ἡ πλημμέλεια ἐκείνην τὴν σοφίαν ἀπ. Πλάτ. Ἀπολ. 22D. ΙΙ. ἀπ. γῆν, χάνω ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου τὴν γῆν, ἐπὶ πλοίων ἀποπλεόντων εἰς τὸ πέλαγος, ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου Phaeacum abscondimus arces, ἀντίθετον τῷ ἀνοίγνυμι (Ι. 3), φεύγειν εἰς τὸ πέλαγος… ἀποκρύψαντα γῆν Πλάτ. Πρωτ. 338A· ἐπειδὴ ἀπεκρύψαμεν αὐτούς, ὅτε δὲν ἐβλέπομεν πλέον αὐτούς, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 38: - οὕτω πιθ. αὐτοὺς (δηλ. τοὺς Ἀργείους) πρέπει νὰ ὑπονοηθῇ ἐν Θουκ. 5. 65· καὶ ἐν Ἡσ. Ἀποσπ. 44 (Γαισφ.) ἔχομεν ἀποκρύπτουσι Πελειάδες (ἐνν. ἑαυτάς), ἐξαφανίζονται.

English (Autenrieth)

aor. ἀπέκρυψα, inf. ἀποκρύψαι: hide away, conceal, Il. 11.718, Il. 18.465, Od. 17.286.

English (Strong)

from ἀπό and κρύπτω; to conceal away (i.e. fully); figuratively, to keep secret: hide.

English (Thayer)

1st aorist ἀπεκρυψα; perfect passive participle ἀποκεκρυμμενος;
a. to hide: τί, L T Tr WH ἔκρυψε).
b. Passive in the sense of concealing, keeping secret: σοφία, μυστήριον, φανερουσθαι); with the addition of ἐν τῷ Θεῷ, τί ἀπό τίνος, L T Tr WH ἔκρυψας), in imitation of the Hebrew מִן, κρύπτω (Buttmann, 149 (130); 189 (163); Winer's Grammar, 227 (213)). (In Greek writings from Homer down.)

Greek Monolingual

κ. -κρύβω (AM ἀποκρύπτω κ. -κρύβω)
1. κρύβω κάτι από κάποιον, κρατώ κρυφό
2. εμποδίζω τη θέα κάποιου, κρύβω κάτι από τα μάτια κάποιου
νεοελλ.
αποσιωπώ κάτι, το κρατώ μυστικό
αρχ.-μσν.
επισκιάζω κάποιον, δείχνομαι ανώτερός του
αρχ.
φρ.
1. «ἀποκρύπτω γῆν» — χάνω από τα μάτια μου την ξηρά
2. «ἀπέκρυψαν» — χάθηκαν, έγιναν άφαντοι
3. «ἀπεκρύψαμεν ἑαυτούς» — χαθήκαμε απ' τα μάτια τους.

Greek Monotonic

ἀποκρύπτω: γʹ ενικ. Επικ. παρατ. ἀποκρύπτασκε· μέλ. -ψω — Παθ. αόρ. βʹ -εκρύβην [ῠ]·
I. κρύβω από, κρατώ κάτι κρυφό από κάποιον, με αιτ. και γεν., θανάτοιο ἀποκρύπτω τινά, σε Ομήρ. Ιλ.· με διπλή αιτ., όπως το Λατ. celare aliquem aliquid, κρύβω από κάποιον κάτι, σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., ἀποκρύπτεσθαί τινά τι, σε Ξεν. κ.λπ.
2. κρύβω κάτι από τη θέαση, κρατώ κάτι κρυφό, συγκαλύπτω, σε Ομήρ. Οδ., Αττ. — Μέσ., ἀποκρύπτεσθαι μὴ ποιεῖν τι, συγκαλύπτω τις πράξεις μου, σε Θουκ.
3. συσκοτίζω, σκιάζω, σε Πλάτ.
II. ἀποκρύπτω γῆν, χάνω από τα μάτια μου τη στεριά, λέγεται για πλοία που ξανοίγονται στη θάλασσα, όπως το Phaeacum abscondimus arces, στον ίδ., Λουκ.

Middle Liddell

I. to hide from, keep hidden from, c. acc. et gen., θανάτοιο ἀπ. τινα Il.; c. dupl. acc., like Lat. celare aliquem aliquid, to keep back from one, Hdt.; so in Mid., ἀποκρύπτεσθαί τινά τι Xen., etc.
2. to hide from sight, keep hidden, conceal, Od., Attic:—Mid., ἀποκρύπτεσθαι μὴ ποιεῖν τι to conceal one's doing, Thuc.
3. to obscure, throw into the shade, Plat.
II. ἀπ. γῆν to lose from sight, of ships running out to sea, like Virgil's Phaeacum abscondimus arces, Plat., Luc.

Chinese

原文音譯:¢pokrÚptw 阿坡-克呂普拖
詞類次數:動詞(6)
原文字根:從-隱藏 相當於: (חָבָה‎) (סָתַר‎) (עָלַם‎)
字義溯源:隱藏起來,隱藏,躲藏,埋藏;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(κρύπτω)*=隱藏)組成。註:聖經文庫將( 太11:25; 25:18)這兩節經文中的隱藏與埋藏用編號 (ἀποκρύπτω)但和合本則用 (κρύπτω).
同義字:1) (ἀποκρύπτω)隱藏,躲藏 2) (ἐπικαλύπτω)隱匿 3) (καλύπτω)遮蓋 4) (κατακαλύπτω)完全遮蓋 5) (κρύπτω)隱藏 6) (λανθάνω)隱藏 7) (παρακαλύπτω)掩蓋 8) (περικαλύπτω)包裹 9) (περικρύβω)掩藏 10) (συγκαλύπτω)共同隱藏
出現次數:總共(6);太(2);路(1);林前(1);弗(1);西(1)
譯字彙編
1) 都隱藏著(1) 西1:26;
2) 你⋯就隱藏起來(1) 路10:21;
3) 曾隱藏(1) 弗3:9;
4) 曾被隱藏(1) 林前2:7;
5) 埋藏了(1) 太25:18;
6) 你就隱藏了(1) 太11:25

Lexicon Thucydideum

abscondere se, e conspectu abire, to hide oneself, go out of sight, 5.65.5,
MED. occultare, to conceal, hide, 2.53.1, 7.85.2.