λιμφός
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
German (Pape)
[Seite 48] ὁ, erkl. Hesych. συκοφάντης u. φειδωλός.
Greek (Liddell-Scott)
λιμφός: λιμφεύω, τύποι ἰσοδύναμοι τοῖς λιμβ-, Ἡσύχ.