εἰσαποβαίνω

Revision as of 10:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A pass out to.., c. acc., A.R.4.650, etc.

German (Pape)

[Seite 740] (s. βαίνω), aussteigen u. hineingehen; νήσους Ap. Rh. 4, 650; ἐκ δὲ τόθεν Ῥοδανοῖο ῥόον εἰσαπέβησαν 4, 627.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσαποβαίνω: ἀποβαίνω ἀπό τινος μέρους εἰς ἄλλο, μετ’ αἰτ., ἐκ δὲ τόθεν Ροδανοῖο βαθὺν ῥόον εἰσαπέβησαν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 625.