εἰσαποβαίνω
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
pass out to.., c. acc., A.R.4.650, etc.
Spanish (DGE)
desembarcar en c. ac. εἰσαπέβαν νήσους A.R.4.650, cf. 1781.
German (Pape)
[Seite 740] (s. βαίνω), aussteigen u. hineingehen; νήσους Ap. Rh. 4, 650; ἐκ δὲ τόθεν Ῥοδανοῖο ῥόον εἰσαπέβησαν 4, 627.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσαποβαίνω: ἀποβαίνω ἀπό τινος μέρους εἰς ἄλλο, μετ’ αἰτ., ἐκ δὲ τόθεν Ροδανοῖο βαθὺν ῥόον εἰσαπέβησαν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 625.
Greek Monolingual
εἰσαποβαίνω (Α)
πηγαίνω από έναν τόπο σε άλλον.