εἰσαποβαίνω

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσαποβαίνω Medium diacritics: εἰσαποβαίνω Low diacritics: εισαποβαίνω Capitals: ΕΙΣΑΠΟΒΑΙΝΩ
Transliteration A: eisapobaínō Transliteration B: eisapobainō Transliteration C: eisapovaino Beta Code: ei)sapobai/nw

English (LSJ)

pass out to.., c. acc., A.R.4.650, etc.

Spanish (DGE)

desembarcar en c. ac. εἰσαπέβαν νήσους A.R.4.650, cf. 1781.

German (Pape)

[Seite 740] (s. βαίνω), aussteigen u. hineingehen; νήσους Ap. Rh. 4, 650; ἐκ δὲ τόθεν Ῥοδανοῖο ῥόον εἰσαπέβησαν 4, 627.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσαποβαίνω: ἀποβαίνω ἀπό τινος μέρους εἰς ἄλλο, μετ’ αἰτ., ἐκ δὲ τόθεν Ροδανοῖο βαθὺν ῥόον εἰσαπέβησαν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 625.

Greek Monolingual

εἰσαποβαίνω (Α)
πηγαίνω από έναν τόπο σε άλλον.