ἐπιτροχασμός

Revision as of 10:26, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

ὁ,

   A rapid succession of statements, as a figure of speech, Phld.Herc.862.14(pl.), Alex. Fig.1.17, Phoeb.Fig.2.1.

German (Pape)

[Seite 997] ὁ, das Darüberhinlaufen, kurzes u. flüchtiges Berühren einer Sache in der Rede, Sp., bes. Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτροχασμός: ὁ, «ἐπιτροχασμός ἐστιν ὀνομασία πραγμάτων κατὰ μόνην ἀπαρίθμησιν γινομένη, ἄνευ τῆς περὶ αὐτῆς διηγήσεως» Φοιβάμμ. περὶ Σχημ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8. σ. 505, Ἀλέξανδρ. π. Σχημ. αὐτόθι 450, ἴδε καὶ 656, 701.