ὁ,
A one who works in λίμναι, fisherman, Plu.Mar.37.
[Seite 48] in Seen, Sümpfen arbeitend, Fischer, Plut. Mar. 37.
λιμνουργός: ὁ, ὁ ἐργαζόμενος ἐν λίμναις, ἁλιεύς, Πλουτ. Μάρ. 37.