κολοκύντιον
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1474] τό, dim. zum Vorigen, Phryn. com. bei Ath. II, 59 d.
Greek (Liddell-Scott)
κολοκύντιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κολοκύντη, Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ.
[Seite 1474] τό, dim. zum Vorigen, Phryn. com. bei Ath. II, 59 d.
κολοκύντιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κολοκύντη, Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ.