παιδοκτίζω

Revision as of 10:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

German (Pape)

[Seite 441] für παιδοποιέω, spätes, schlechtes Wort, Erotian.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοκτίζω: λέξ. ἐφθαρμένη ἀντὶ παιδοποιέω, «οὐ παιδοκτίσει, οὐ παιδοποιήσει. Κτίσαι γὰρ τὸ ποιῆσαι» Ἐρωτ. σ. 282.