παιδοποιέω
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
English (LSJ)
A beget children, of the man, Luc. DDeor. 22.1; ἐκ γυναικός E.Heracl.525: pf. Pass., ἐξ ἧσπερ ὁ βάσκανος οὗτος πεπαιδοποίηται has been begotten, D.25.80.
2 bear children, of the woman, S.El.589, Ar.Ec.615, Sor.1.29.
II more commonly in Med., fut. -ήσομαι Pl.R. 449d: aor. ἐπαιδοποιησάμην E.Or.1080, Pl.Lg.868d, etc.: pf. πεπαιδοποίημαι Aeschin.2.149, D.S.16.6: abs., of the man, E.Or.1080, Pl.R. 449d, X.Mem.2.2.4, Men.404.2; ἐκ γυναικός And. 4.23; ἐξ ἑταιρῶν Aeschin.2.177: also c. acc., υἱόν D.S.4.28.
2 f.l. for παῖδα ποιεῖσθαι, adopt, Plu.2.1000d.
German (Pape)
[Seite 441] Kinder zeugen; von der Frau, μεθ' οὗ καὶ παιδοπ οιεῖς, Soph. El. 579; vom Manne, ἔκ τινος, Eur. Heracl. 524; Ar. Eccl. 615; καὶ γεννᾶν, Luc. D. D. 22, 1; pass. πεπαιδοποίηται, Dem. 25, 79; – gew. im med. vom Manne, σὺ δ' ἄλλο λέκτρον παιδοποίησαι λαβών, Eur. Or. 1080; Plat. Rep. V, 449 d u. öfter; Xen. Mem. 2, 2, 4; ἐκ γυναικός, Andoc. 4, 23; vgl. Dem. 59, 17 u. Plut. Agis 10.
French (Bailly abrégé)
παιδοποιῶ :
1 engendrer des enfants;
2 prendre pour enfant, adopter;
Moy. παιδοποιέομαι, παιδοποιοῦμαι engendrer.
Étymologie: παιδοποιός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδοποιέω [παῖς, ποιέω] meestal med. van de man kinderen verwekken; met ἐκ + gen.: bij. van de vrouw kinderen voortbrengen.
Russian (Dvoretsky)
παιδοποιέω:
1 тж. med. рождать, производить на свет детей Eur., Xen., Plat., Aeschin. etc.;
2 усыновлять Dem., Plut.
Greek Monotonic
παιδοποιέω: μέλ. -ήσω,
I. 1. κάνω παιδιά, σε Ευρ.· πεπαιδοποίηται, έχει γεννηθεί, σε Δημ.
2. γεννώ παιδιά, λέγεται για γυναίκα, σε Σοφ.
II. συνηθέστερο ως αποθ.· μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐπαιδοποιησάμην, παρακ. πεπαιδοποίημαι, με την ίδια σημασία όπως σε Ενεργ., σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
παιδοποιέω: ποιῶ παῖδας, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 22 1· ἐκ γυναικὸς Εὐρ. Ἡρακλ. 528· παθ. παρκμ., ἐξ ἧσπερ ὁ βάσκανος οὗτος πεπαιδοποίηται, ἔχει γεννηθῆ, Δημ. 794. 2, πρβλ. Διόδ. 16. 6. 2) τίκτω τέκνα, ἐπὶ τῆς γυναικός, Σοφ. ἨΛ. 589, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 615. ΙΙ. συνηθέστερον ὡς ἀποθ., μέλλ. -ήσομαι Πλάτ. Πολ. 449D· ἀόρ. ἐπαιδοποιησάμην Εὐρ., Πλάτ., κτλ.· πρκμ. πεπαιδοποίημαι (ἴδε ἀνωτ.), Αἰσχίν. 48, 10, Διόδ. 4. 28· - ἐπὶ ἀνδρός, Εὐρ. Ὀρ. 1080, Ἀνδοκ. 32. 11. Πλάτ. Πολ., 449C, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 4· ἐξ ἑταιρῶν Αἰσχίν. 52. 3. 2) παρὰ Πλουτ. 2. 1000D· διορθωτέον: παῖδα ποιεῖσθαι = υἱοθετῆσαι. - Ἴδε Χατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 599.
Middle Liddell
παιδοποιέω, fut. -ήσω
I. to beget children, Eur.; πεπαιδοποίηται has been begotten, Dem.
2. to bear children, of the woman, Soph.
II. more commonly as Dep., fut. -ήσομαι: aor1 ἐπαιδοποιησάμην: perf. πεπαιδοποίημαι, in same sense as Act., Eur., Xen., etc.