ἀπαράλειπτος
English (LSJ)
ον,
A unintermittent, Simp.in Ph.213.34. Adv. -τως Syrian.in Metaph.132.23, Procl. in Prm.p.833 S. 2 complete, Alex.Trall.5.1.
German (Pape)
[Seite 279] unablässig, unaufhörlich, Sp., wie Schol. Soph. Ai. 369.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράλειπτος: -ον, ὁ ἄνευ παραλείψεως, συνεχής, πλήρης, Ἀλέξ. Τραλλ. 241, Εὐσ. Ἱστ. Ἐκκλ. 1. 1. ― Ἐπίρρ. -τως Ἐκκλ.