A to be passionate, only in pres. part., Pl.Lg.731d.
[Seite 81] jähzornig sein, Plat. Legg. V, 371 d, vor Bekk. ἀκροχ. Wie
ἀκρᾱχολέω: εἶμαι ὀργίλος, ὀξύθυμος, μόνον κατὰ μετοχὴν ἐνεστ., Πλάτ. Νόμ. 731D.