ὀξύθυμος

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξύθῡμος Medium diacritics: ὀξύθυμος Low diacritics: οξύθυμος Capitals: ΟΞΥΘΥΜΟΣ
Transliteration A: oxýthymos Transliteration B: oxythymos Transliteration C: oksythymos Beta Code: o)cu/qumos

English (LSJ)

ὀξύθυμον, quick to anger, choleric, Epich.281. E.Med.319, Ar.V.406,455, 1105, Arist.Rh.1368b20, LXX Pr.14.17, al.; sharp to punish, of the Areopagus, A.Eu.705; τὸ ὀξύθυμον, by crasis τοὐξύθυμον = ὀξυθυμία (irascibility), E.Ba.671, Men.Georg.Fr.3.

German (Pape)

[Seite 352] schnell zum Zorn, jähzornig; Aesch. Eum. 675; Eur. Med. 319 u. öfter; Ar. Vesp. 405. 455; Arist.; Luc. Tim. 3 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
irascible, emporté.
Étymologie: ὀξύς, θυμός.

Russian (Dvoretsky)

ὀξύθῡμος:
1 быстро раздражающийся, вспыльчивый (γυνή Eur.);
2 гневный, суровый, строгий (βουλευτήριον Aesch.; πατήρ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύθῡμος: -ον, ταχὺς εἰς ὀργήν, θυμώδης, Εὐρ. Μήδ. 319, Ἀριστοφ. Σφ. 407, 455, 1105, Ἀριστ. Ρητ. 1. 19, 4, κ. ἀλλ.· ― ὁ ταχέως τιμωρῶν, αὐστηρός, ἐπὶ τοῦ Ἀρείου Πάγου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 705· τὸ ὀξύθυμον, κατὰ κρᾶσιν τοὐξύθυμον = ὀξυθυμία, Εὐρ. Βάκχ. 671, Μένανδρ. ἐν «Γεωργῷ» 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀξύθυμος, -ον)
αυτός που οργίζεται εύκολα, ευερέθιστος, αψίθυμος
αρχ.
1. (ως προσωνυμία του Αρείου Πάγου) γρήγορος και αυστηρός τιμωρός
2. το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυθυμον
α) η ιδιότητα του οξύθυμου, οξυθυμία, ευθιξία
β) είδος του φυτού θύμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + θυμός (πρβλ. εύθυμος)].

Greek Monotonic

ὀξύθῡμος: -ον, αυτός που θυμώνει αιφνίδια, εύθικτος, χολερικός, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· αυτός που επιβάλλει αυστηρή τιμωρία, λέγεται για τον Άρειο Πάγο, σε Αισχύλ.· τὸ ὀξύθυμον, με κράση τοὐξύθυμον = ὀξυθυμία, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὀξύ-θῡμος, ον,
quick to anger, choleric, Eur., Ar., etc.: — sharp to punish, of the Areopagus, Aesch.: τὸ ὀξύθυμον, by crasis τοὐξύθυμον, = ὀξυθυμία, Eur.

English (Woodhouse)

quick-tempered, hasty in temper, hot-tempered, quick to anger, quick to wrath

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὀξύς + θυμός. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό θυμός.

Translations