ἀγαθότης
English (LSJ)
ητος, ν,
A goodness, LXX Wi.1.1, Ph.1.50, Alex.Aphr. in Metaph.695.37, Plot.4.8.6, Sallust.3, etc.; as a form of address, ἡ σὴ ἀ. Jul.Ep.12,86.
German (Pape)
[Seite 6] ητος, ἡ, Güte, Sp. (nach Thom. Mag. unattisch für χρηστότης).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαθότης: -ητος, ἡ, καλωσύνη. Ο΄, (Σοφ. Σολομ. α΄ 1). Φίλων 1, 55. Ἐκκλ. Θωμᾶς ὁ Μάγιστρος ἐν λέξει χρηστότης, σημειοῦται «χρηστότης (λέγε) οὐκ ἀγαθότης, οὐδ’ ἀγαθοσύνη», ὀρθότ. ἀγαθωσύνη.