δασύκνημος
English (LSJ)
Dor. -κναμος, ον,
A shaggy-legged, Πάν AP6.32 (Agath.); γέρων Nonn.D.13.45.
German (Pape)
[Seite 524] mit dichtbehaarten Schenkeln, Πάν Agath. 29 (VI, 32); Σείληνες Nonn. D. 13, 45.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰσύκνημος: -ον, ὁ ἔχων δασείας, κεκαλυμμένας διὰ τριχῶν κνήμας, Ἀνθ. Π. 6. 32.