δασύκνημος
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
English (LSJ)
Dor. δασύκναμος, ον, shaggy-legged, Πάν AP6.32 (Agath.); γέρων Nonn. D. 13.45.
Spanish (DGE)
(δᾰσύκνημος) -ον
• Alolema(s): dór. δασύκνᾱμος AP 6.32 (Agath.)
de pantorrillas velludas Πάν AP l.c., γενέθλη de los Silenos, Nonn.D.13.45
•velludo Πᾶνες ... ποσσὶ δασυκνήμοισι περισκαίροντες Nonn.D.9.203.
German (Pape)
[Seite 524] mit dichtbehaarten Schenkeln, Πάν Agath. 29 (VI, 32); Σείληνες Nonn. D. 13, 45.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux jambes velues.
Étymologie: δασύς, κνήμη.
Russian (Dvoretsky)
δᾰσύκνημος: с мохнатыми голенями, мохноногий (Πάν Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δᾰσύκνημος: -ον, ὁ ἔχων δασείας, κεκαλυμμένας διὰ τριχῶν κνήμας, Ἀνθ. Π. 6. 32.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δασύκνημος, -ον
Α και δωρ. τ. δασύκναμος, -ον)
αυτός που έχει κνήμες με πυκνές τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + -κνημος < κνήμη «η γάμπα»].
Greek Monotonic
δᾰσύκνημος: -ον (κνήμη), αυτός που έχει τριχωτά πόδια, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.