δασύκνημος

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰσῠκνημος Medium diacritics: δασύκνημος Low diacritics: δασύκνημος Capitals: ΔΑΣΥΚΝΗΜΟΣ
Transliteration A: dasýknēmos Transliteration B: dasyknēmos Transliteration C: dasyknimos Beta Code: dasu/knhmos

English (LSJ)

Dor. δασύκναμος, ον, shaggy-legged, Πάν AP6.32 (Agath.); γέρων Nonn. D. 13.45.

Spanish (DGE)

(δᾰσύκνημος) -ον
• Alolema(s): dór. δασύκνᾱμος AP 6.32 (Agath.)
de pantorrillas velludas Πάν AP l.c., γενέθλη de los Silenos, Nonn.D.13.45
velludo Πᾶνες ... ποσσὶ δασυκνήμοισι περισκαίροντες Nonn.D.9.203.

German (Pape)

[Seite 524] mit dichtbehaarten Schenkeln, Πάν Agath. 29 (VI, 32); Σείληνες Nonn. D. 13, 45.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux jambes velues.
Étymologie: δασύς, κνήμη.

Russian (Dvoretsky)

δᾰσύκνημος: с мохнатыми голенями, мохноногий (Πάν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσύκνημος: -ον, ὁ ἔχων δασείας, κεκαλυμμένας διὰ τριχῶν κνήμας, Ἀνθ. Π. 6. 32.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δασύκνημος, -ον
Α και δωρ. τ. δασύκναμος, -ον)
αυτός που έχει κνήμες με πυκνές τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + -κνημος < κνήμη «η γάμπα»].

Greek Monotonic

δᾰσύκνημος: -ον (κνήμη), αυτός που έχει τριχωτά πόδια, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.

Middle Liddell

κνήμη
shaggy-legged, of Pan, Anth.