ῥηγματίας

Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

German (Pape)

[Seite 839] ὁ, Einer, der einen Riß oder Absceß in der Lunge oder sonst im Innern hat, Medic.

Greek Monolingual

και ῥωγματίας και ιων. τ. ῥωγματίης, ὁ, Α
1. (κατά τον Ιπποκρ.) «ὁ ἐρρωγός τι τῶν ἐντὸς ἔχων»
2. φρ. «ῥηγματίας πλεύμονος»
πιθ. αυτός που πάσχει από πλευρίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήγμα, -ατος + κατάλ. -ίας (πρβλ. κτηματ-ίας). Ο παράλληλος τ. ῥωγματίας < ῥωγμή.