ῥηγματίας
German (Pape)
[Seite 839] ὁ, Einer, der einen Riß oder Absceß in der Lunge oder sonst im Innern hat, Medic.
Greek Monolingual
και ῥωγματίας και ιων. τ. ῥωγματίης, ὁ, Α
1. (κατά τον Ιπποκρ.) «ὁ ἐρρωγός τι τῶν ἐντὸς ἔχων»
2. φρ. «ῥηγματίας πλεύμονος»
πιθ. αυτός που πάσχει από πλευρίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήγμα, -ατος + κατάλ. -ίας (πρβλ. κτηματ-ίας). Ο παράλληλος τ. ῥωγματίας < ῥωγμή.