ῥηγματίας

From LSJ

οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥηγματίας Medium diacritics: ῥηγματίας Low diacritics: ρηγματίας Capitals: ΡΗΓΜΑΤΙΑΣ
Transliteration A: rhēgmatías Transliteration B: rhēgmatias Transliteration C: rigmatias Beta Code: r(hgmati/as

English (LSJ)

ου, ὁ, v. ῥῆγμα.

German (Pape)

[Seite 839] ὁ, Einer, der einen Riß oder Absceß in der Lunge oder sonst im Innern hat, Medic.

Greek Monolingual

και ῥωγματίας και ιων. τ. ῥωγματίης, ὁ, Α
1. (κατά τον Ιπποκρ.) «ὁ ἐρρωγός τι τῶν ἐντὸς ἔχων»
2. φρ. «ῥηγματίας πλεύμονος»
πιθ. αυτός που πάσχει από πλευρίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήγμα, -ατος + κατάλ. -ίας (πρβλ. κτηματίας). Ο παράλληλος τ. ῥωγματίας < ῥωγμή.