μονόστολος

Revision as of 10:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ον,

   A going alone, Lyc.690: generally, alone, single, δόρυ E.Ph.742; λείπομαι φίλας μονόστολος ματρός Id.Alc.407 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 205] allein gesandt, allein kommend, δόρυ, Eur. Phoen. 749; übh. allein, λείπομαι φίλας μονόστολός τε ματρός, Alc. 409, wo der Schol. es ἔρημος erkl., ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν μονοστελλομένων πλοίων; einzeln bei sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

μονόστολος: -ον, ὁ πορευόμενος μόνος, Λυκόφρ. 690 καθόλου, μόνος, μεμονωμένος, λόχων ἀνάσσειν ἢ μονοστόλου δουρός; νὰ διοικῶσι λόχους ἢ ἕκαστος νὰ διοικῇ τὸ ἑαυτοῦ δόρυ μόνον; Εὐρ. Φοιν. 749· λείπομαι φίλας μονόστολος μητρὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 406· πρβλ. μονόζωνος.