ἐμπερινοστέω
From LSJ
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπερινοστέω: περινοστέω, Παλλαδ. Βίος Χρυσ. 46D.
Spanish (DGE)
recorrer, investigar Παλαιὰν καὶ Καινὴν Διαθήκην Pall.V.Chrys.12.304, cf. 5.140, 16.202.