ἐγερσιφαής
English (LSJ)
ές,
A light-stirring, ἐ. πέτρος the flint, AP6.5 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 703] Feuer erweckend; λίθος, Feuerstein, Philp. 22 (VI, 5).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγερσῐφαής: -ές, ὁ τὸ φῶς διεγείρων, φῶς ἐκβάλλων, ἐγ. λίθος, ὁ πυρίτης, Ἀνθ. Π. 6.5.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui fait jaillir la lumière (pierre à feu).
Étymologie: ἐγείρω, φάος.