ἐγείρω
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
Aeol. inf.
A ἐγέρρην Alc.Supp.16.12, cf. Et.Gud.157.48: Ep. impf. ἔγειρον Il.15.594: fut. ἐγερῶ Pl.Epigr.28 (cf. ἐξ-, ἐπ-): aor. ἤγειρα, Ep. ἔγ- Od.15.44: pf. ἐγήγερκα Philostr.Ep.16: plpf. -κειν J.AJ 17.7.4, D.C.42.48:—Pass., Pl.R. 330e, etc.: fut. ἐγερθήσομαι Babr.49.3 (also fut. Med. ἐγεροῦμαι dub. in Polyaen.1.30.5): aor. ἠγέρθην Hdt.4.9, etc.; Ep. 3pl. ἔγερθεν v.l. for ἄγ. in Il.23.287: pf. ἐγήγερμαι v.l. in Th.7.51: plpf. ἐγήγερτο Luc.Alex.19: also, in pass. sense, poet. aor. ἠγρόμην (ἐξ-) Ar.Ra.51; 3sg. ἔγρετο, imper. ἔγρεο, Il.2.41, Od.23.5; 2sg. subj. ἔγρῃ Ar.V. 774; opt. ἔγροιτο Od.6.113; inf. ἐγρέσθαι (freq. written ἔγρεσθαι, as if from a pres. ἔγρομαι, cf. ἔγρω) ib.13.124; part. ἐγρόμενος 10.50 (and late Prose, Iamb.Myst. 1.15): intr. pf. ἐγρήγορα (as pres.) Ar.Lys.306, Pl.Prt. 310b, etc.: plpf. ἠγρηγόρη (as impf.) Ar.Ec.32; 3pl. ἐγρηγόρεσαν Id.Pl.744; 3sg. ἐγρηγόρει X.Cyr.1.4.20: Ep. pf. 3pl. ἐγρηγόρθασι Il.10.419; imper. ἐγρήγορθε (v.infr.ΙΙ); inf. ἐγρήγορθαι ib.67.
I Act., awaken, rouse, ἐ. τινὰ ἐξ ὕπνου 5.413, etc.; τοὺς δ'.. ὑπνώοντας ἐγείρει 24.344; ἐ. τινὰ εὐνῆς E.HF1050\(lyr.); simply, ἐ. τινά A.Eu.140, etc.: metaph., τὰς τέχνας Theoc.21.1.
2 rouse, stir up, Il.5.208; ἐπεί μιν ἔγειρε Διὸς νόος 15.242; ἐγείρειν Ἄρηα stir the fight, 2.440, etc.; ἐ. μάχην, φύλοπιν, etc., 13.778, 5.496, etc.; Τρωσὶν θυμὸν ἐ. (v.l. ἀγεῖραι) ib.510; ἐ. τινὰ ἐπὶ ἔργον Hes.Op.20; ἔγειρε νῆα h.Ap.408; ἐκδοχὴν πομποῦ πυρὸς ἐ. wake up the bale-fire, A.Ag.299; λαμπάδας ἐ. Ar.Ra.340: freq. metaph., ἐ. ἀοιδάν, λύραν, μέλος, θρῆνον, Pi.P.9.104, N.10.21, Cratin.222, S.OC1778 (anap.); μῦθον Pl.Plt. 272d; τὸ οὖς ἐ. 'prick up' the ears, Plot.5.1.12.
3 raise from the dead, νεκρούς Ev.Matt. 10.8, cf. 1 Ep.Cor.15.42 (Pass.); or from a sick-bed, Ep.Jac.5.15.
4 raise, erect a building, Hyp.Fr.103, Call.Ap.64, OGI677.3 (ii A. D.); ναόν Ev.Jo.2.19, cf. Luc.Alex.10:—Pass., στῦλος ἐγηγερμένος Bito 66.5, cf. Plu.Alex.19, Jul.Caes.320c.
II Pass., with pf. Act. ἐγρήγορα, wake, ἐγειρομένων ἀνθρώπων Od.20.100, cf. Hdt.4.9, etc.; ἔγρετο δ' ἐξ ὕπνου Il.2.41: metaph., ἐγειρόμενος εἰς ἐμαυτὸν ἐκ τοῦ σώματος Plot.4.8.1: in pf., to be awake, ἐγρηγόρθασι Il.10.419; ἐγρήγορθε stay awake! 7.371, 18.299 (whereas ἔγρεο is wake up! Od.15.46); ἐγρήγορας ἢ καθεύδεις; Pl.Prt. 310b; πόλις ζῶσα καὶ ἐγρηγορυῖα Id.Lg. 809d; καὶ ἐφρόνει καὶ ἐγρηγόρει X.Cyr.1.4.20, etc.; of things, ἐγειρομένου χειμῶνος arising, Hdt.7.49: so metaph., τὰ ἐκ τοῦ βαρβάρου ἐγειρόμενα ib.148; ἐγρηγορὸς φρούρημα A.Eu.706; ἐ. τὸ πῆμα Id.Ag. 346, etc.
2 rouse or stir oneself, be excited by passion, etc., Hes. Sc.176, D.19.305: c. inf., ἐγηγερμένοι ἦσαν μὴ ἀνιέναι τὰ τῶν Ἀθηναίων they were encouraged to prevent the departure of the Athenians, v.l. in Th.7.51.
III intr. in Act., arouse oneself, Aesop.16b.
IV in ἀμφὶ πυρὴν.. ἔγρετο λαός Il.7.434, 24.789, ἔγρ. is for ἤγρ- (ἀγείρω); so in Maiist.52.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): eol. ἐγέρρω Alc.48.12, Hdn.Gr.2.495
• Morfología: [pres. subj. 3a sg. ἐγείρησιν Ibyc.22(b), inf. eol. ἐγέρρην Alc.48.12; impf. 1a sg. ἔγειρον Il.5.496, Pi.Fr.52n(a).17, 3a sg. ἤγειρεν Ar.Lys.18; fut. ind. ἐγερῶ LXX Ge.49.9, Eu.Io.2.19, v. pas. 3a sg. ἐγερθήσεται LXX Da.11.25, 3a plu. ἐγερθήσονται Eu.Matt.24.11; aor. sigm. ind. 1a sg. ἤγειρα Il.5.208, 3a sg. ἔγειρε Od.15.44, eol. ἔγερρε Alc.46.4, subj. 3a sg. ἐγείρῃσιν Il.10.511, 1a plu. ἐγείρομεν Il.2.440, v. pas. aor. ind. 3a sg. ἠγέρθη LXX Ge.41.7, Ach.Tat.6.17.5, c. «falsa» red. γεγέρθη Suppl.Mag.23.5, inf. ἐγερθῆναι Hdt.4.9, part. ἐγέρθεις Sapph.30.6, v. med. aor. ind. 3a sg. ἔγρετο Od.6.117, imperat. 2a sg. ἔγρεο Il.10.159, Maiist.56, ἐγείραο Epigr.Anat.31.1999.168 (Bitinia, imper.), subj. 2a sg. ἔγρῃ Ar.V.774, opt. 3a sg. ἔγροιτο Od.6.113, inf. ἔγρεσθαι Theoc.18.55, part. ἐγρόμενος Od.10.50, A.R.4.671; perf. ind. 1a sg. ἐγρήγορα Pl.Io 532c, Ar.Lys.306, ἐγήγορα Hdn.Exc.Verb.16.16, Ph.2.359, Them.in PN 39.19, ἤγερα Hdn.Gr.2.287, 795, ἐγήγερα Hdn.Gr.2.287, Hdn.Exc.Verb.16.16, ἐγρήγορθα Hdn.Exc.Verb.16.15, ἤγερκα Hdn.Gr.2.287, Eust.1880.21, 3a plu. ἐγρηγόρθασι Il.10.419, ἐγρήγορθαν Orac.Sib.2.180, subj. 3a sg. ἐγρηγορέῃ Aret.SD 2.5.1, inf. ἐγρήγορθαι Il.10.67, ἐγηγερκέναι Chrys.M.61.616, part. nom. sg. ἐγηγερκώς Philostr.Ep.16, nom. plu. ἐγρηγορότες Pl.Lg.808c, Arist.GA 779a17, v. med. perf. ind. ἐγήγερμαι A.Io.76.39, Eu.Matt.11.11, part. nom. plu. ἐγηγερμένοι Th.7.51 (cód.), Chrys.M.62.66; plusperf. 1a sg. ἠγρηγόρειν Men.Fr.545, 3a sg. ἐγρηγόρει Ar.Ec.32, Pl.744, X.Cyr.1.4.20, ἐγηγέρκει I.AI 17.167, D.C.42.48.2, v. pas. 3a sg. ἐγήγερτο Luc.Alex.19; formas tard. γρηγορέω, ἔγρω q.u.]
A intr.
I en v. med.-pas. no de perf. (y a veces imperat. act.)
1 ref. al sueño, con suj. animado despertarse, salir del sueño ἔγρεο, Τυδέος υἱέ Il.10.159, ὁ δ' ἔγρετο δῖος Ὀδυσσεύς Od.6.117, ἀλεκτρυόνων φθόγγος ἐγειρομένων Thgn.864, (λέγουσι) ἐγερθῆναι τὸν Ἡρακλέα Hdt.4.9, καθεύδεις; οὐκ ἐγείρεσθαί σ' ἐχρῆν; E.Rh.643, κἂν ἔγρῃ μεσημβρινός Ar.V.774, ἐγειρόμενοι ἐβοήθουν τεταραγμένοι X.HG 1.6.21, ἐγείρεσθαι νύκτωρ εἰς ... φυλακάς levantarse de noche para hacer las guardias Pl.Lg.942b, cf. Ap.31a, ἐγείρεσθαι χρὴ πρότερον δεσπότας οἰκετῶν Arist.Oec.1345a13, ἐγείρεται τὰ ζῷα πάλιν Arist.Ph.253a20, cf. Heraclit.B 1, 21, LXX Ge.41.7, PStras.100.15 (II a.C.), A.R.4.671, Nonn.D.42.335, en imperat. med. πρώϊος δ' ἐγειρέσθω Hp.Int.30, ἔγειρ' ἀδελφῆς ἐφ' ὑμέναιον E.IA 624, cf. Ar.Ra.340, c. indicación del estado del que se sale ἔγρετο δ' ἐξ ὕπνου Il.2.41, ἐξ ἀναύδου καὶ μύσαντος ὄμματος ... ἠγείρετο E.Med.1184, ἐκ τῶν ὕπνων ... θάμα ἐγειρόμενος Pl.R.330e, cf. Hp.Mul.2.149.
2 sin rel. c. el sueño levantarse, ponerse de pie, erguirse c. sujeto animado ἐγειρέσθην κοτέοντε μάχεσθαι Hes.Sc.176, εἴ τις ἄρειον ἔπος μητίσεται ἄλλη, ἐγρέσθω A.R.1.666, καθεζόμενος πάλιν οὐκ ἠγείρετο Plb.36.16.3, ἐκ τοῦ δείπνου Eu.Luc.13.4, τῆς καθέδρας ἐγερθείς Hom.Clem.3.19.1, tb. en perf. ταῦτα εἰπὼν ἐγήγερται Hom.Clem.2.53.2
•fig. levantarse, surgir πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐγερθήσονται Eu.Matt.24.11, cf. Hom.Clem.16.19.5
•levantarse, salir del lecho restablecido de una enfermedad ἔγειρε καὶ περιπάτει Eu.Matt.9.5, Eu.Luc.5.23, ἐὰν γάρ τις νοσήσῃ τῶν παρ' ἡμῖν ... οὐκ ἐγίρονται (sic) POxy.3817.12 (III/IV d.C.)
•c. suj. inanimado levantarse, ascender ἡ δὲ ναῦς ἀεὶ πρὸς μὲν τὸ κυρτούμενον τῆς θαλάσσης ἠγείρετο en una tormenta, Ach.Tat.3.2.5, del polvo, Nonn.D.37.284
•fig. animarse, cobrar ánimos ἔγρεσθ' εἰς ἔργον A.R.2.884, ταῦτα ἀκούσας ... ἠγέρθη Ach.Tat.l.c.
3 ref. a la muerte resucitar, levantarse de entre los muertos ἀναστήσονται οἱ νεκροί, καὶ ἐγερθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις LXX Is.26.19, ἠγείροντο οἱ νεκροί Basil.M.31.377C, cf. A.Mart.10.21.4, c. ἐκ y gen. λέγεσθαι ... ὅτι Ἰωάννης ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν Eu.Luc.9.7, c. inf., de Cristo Suppl.Mag.23.5.
4 esp. de fenómenos naturales levantarse, producirse, formarse ἐγειρομένου χειμῶνος Hdt.7.49, ἐγειρομένου δὲ καπνοῦ πολλοῦ D.S.3.29, cf. Aristid.Or.48.74, κῦμα ... ἐγερθέν Hippol.Haer.5.19.14, ἐγειρέσθω τὰ κύματα Chrys.M.52.427 (bis)
•c. suj. abstr. suscitarse φράσων ἐγειρόμενόν τι πρᾶγμα ἀνιαρόν Hld.5.20.2, τῆς ἐν ὑμῖν διχονοίας ἐγερθείσης Eus.VC 2.69.1.
5 reunirse c. suj. de pers. o abstr. e idea de mov. ἀμφὶ πυρὴν κριτὸς ἔγρετο λαὸς Ἀχαιῶν Il.7.434, cf. 24.789 (quizá ff.ll. por ἤγρετο, cf. ἀγείρω), c. compl. de lugar en dat. ἔγρετο ναοῖς πᾶσα πόλις Maiist.81 (seguramente sobre los pasajes anteriores), cf. Hsch.s.u. ἐγρόμενοι.
II perf. act. y med.
1 estar o mantenerse despierto, velar φυλακῆς μνήσασθε καὶ ἐγρήγορθε ἕκαστος Il.7.371, ἐγρηγόρειν τὴν νύκτα πᾶσαν Ar.Ec.32, cf. X.An.4.6.22, Aen.Tact.22.5bis, D.S.19.38, Polyaen.2.2.6, τὴν μὲν ἡμέρην ἐγρηγορῆναι χρή, τὴν δὲ νύκτα καθεύδειν Hp.Prog.10, ἐγρήγορας ἢ καθεύδεις; Pl.Prt.310b, cf. X.Cyn.5.11, Ph.2.359
•fig. estar alerta, estar vigilante c. sujeto inanimado εὑδόντων ὕπερ ἐγρηγορὸς φρούρημα γῆς del tribunal del Areópago, A.Eu.706, ζῶσαν τὴν πόλιν καὶ ἐγρηγορυῖαν παρεχόμεναι las fiestas, Pl.Lg.809d, τουτὶ τὸ πῦρ ἐγρήγορεν θεῶν ἕκατι Ar.Lys.306, c. suj. de pers. διὰ ταῦτ' ἐγρήγορεν, ἐφέστηκεν por eso está despierto, al acecho de Filipo, D.6.19, cf. Ph.1.381, Dam.Isid.25.
2 ser despierto, ser despabilado ἅμα θαυμάζων ὡς καὶ ἐφρόνει καὶ ἐγρηγόρει X.Cyr.1.4.20
•estar animado, estar excitado οἱ ἐγρηγορότες ὀρχούμενοι Pl.Lg.791a.
3 ref. a la muerte haber resucitado θεασάμενοι νεκροὺς ἐγηγερμένους A.Io.40.2, cf. 1Ep.Cor.15.14, c. compl. en gen. ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν Eu.Marc.6.14
•fig. de Atenas tras la victoria contra el persa ἐν Ἀθήναις ἐγηγερμέναις Afric.Cest.1.3.19.
4 c. suj. inanimado estar levantado, estar erigido de constr. μέγα σοὶ τρόπαιον ἐγήγερται X.Eph.1.4.4, ἐγήγερται τοῖχος Procop.Aed.1.1.36, ἡ κόμη ... ἐγήγερται ... ὑπὸ τοῦ αὐχμοῦ Philostr.Im.1.21.
5 fig. haber surgido, haber aparecido οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου Eu.Matt.11.11, αἵρεσίς τις ἄθεος ... ἐγήγερται ἀπὸ Ἰησοῦ Iust.Phil.Dial.108.2.
B tr., en v. act. (e imperat. med.)
I 1ref. al sueño despertar, sacar del sueño τοὺς ... ὑπνώοντας ἐγείρει Il.24.344, Ἠώς ... μιν ἔγειρε Od.6.48, cf. 15.8, 44, ἔγειρε καὶ σὺ τήνδε A.Eu.140, οἰκήτην Ar.Lys.18, τοὺς δ' ἁλιεῖς ἤγειρε φίλος πόνος Theoc.21.20, τὴν δύναμιν ἐγείρας προήγαγεν despertando al ejército avanzó D.S.14.104, ἔγειρέ μοι σεαυτό despiértateme E.Fr.693.2, cf. Suppl.Mag.47.18, tb. en med. τόν ... ἔγρεο πλήσσων Nic.Al.456
•c. gen. indic. la situación de la que se sale μὴ ... ἔξ ὕπνου γοόωσα φίλους οἰκῆας ἐγείρῃ Il.5.413, μὴ τὸν εὔδι' ἰαύονθ' ὑπνώδεά τ' ἐυνᾶς ἐγείρετε E.HF 1051, τὸν μὲν λέχους ἤγειρα Trag.Adesp.664.29.
2 no ref. al sueño levantar πιάσας αὐτὸν τῆς δεξιᾶς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν de un hombre sentado Act.Ap.3.7, cf. 10.26, Eu.Marc.1.31, αἱ τίτθαι τὰ παιδία ... ἤγειραν Plu.2.69c
•sanar, devolver a la vida a enfermos ἐγερεῖ αὐτὸν (τὸν κάμνοντα) ὁ κύριος Ep.Iac.5.15, πολλοὺς ... νοσέοντας ἔγειρας IStratonikeia 1202.5 (II d.C.).
3 en rel. c. la muerte resucitar, levantar de entre los muertos νεκροὺς ἐγείρετε Eu.Matt.10.8, τοὺς πεπτωκότας ἔγειρον 1Ep.Clem.59.4, cf. Chrys.Catech.Illum.1.30, Ign.Tr.9.2, Origenes Io.10.37 (p.212), Ep.Abgar. en Eus.HE 1.13.6, τὸν Λάζαρον ἐκ νεκρῶν PMag.Christ.18.5, ὁ Πατὴρ ἐγείρει τὸν Υἱόν Chrys.M.61.616, c. compl. en gen. ὃν ὁ Θεὸς ἔγειρεν ἐκ νεκρῶν Act.Ap.3.15, cf. Ep.Rom.4.24.
II fig. animar, avivar, alentar c. ac. de pers. ἐπεί μιν ἔγειρε Διὸς νόος Il.15.242, νήεσσιν ἔπι ... ἔγειρεν Ἕκτορα Il.15.603, (Ἔρις) ἀπάλαμον ... ἐπὶ ἔργον ἐγείρει Hes.Op.20, ἤγειρεν Ἀθηναίους ἐπὶ τὴν μάχην Polyaen.1.20.1, cf. X.Eph.2.4.5, Hld.1.18.3
•apremiar, meter prisa ὅπως οὖν μη[κέ] τι κωλύηται τὸ ἔργον, ἤγειρα αὐτοὺς ἐπὶ [τῷ] δικαίῳ PStras.111.14, cf. PCair.Zen.59245.4 (ambos III a.C.)
•c. ac. de partes y actividades corpóreas o mentales avivar, despertar, suscitar Τρωσὶν θυμὸν ἐγεῖραι Il.5.510, τὴν προθυμίαν τὴν ἐμὴν εἰς τὴν πρὸς ὑμᾶς τειμήν INap.44.2.21 (II d.C.), τὸ λογιστικόν Pl.R.571d, ὄμμ' E.Fr.398, τὸ οὖς ... πρὸς τὸ ἄμεινον τῶν ἀκουστῶν Plot.5.1.12, αἱ μαῖαι ... ἐπᾴδουσαι δύνανται ἐγείρειν τε τὰς ὠδῖνας Pl.Tht.149d, ἐπίνοιαι γὰρ ἀφροδισίων ἐγείρουσιν αἰδοῖα Plu.2.681d, cf. Lyr.Adesp.77.1, Ach.Tat.6.17.5
•c. ac. abstr., indic. ‘lucha’ o ‘confrontación’ alentar, avivar, estimular ὄφρα κε ... ἐγείρομεν ὀξὺν Ἄρηα Il.2.440, cf. 17.544, μάχην ἤγειραν Il.17.261, φύλοπιν Il.5.496, πόλεμον Thgn.549, Hdt.8.142, Th.1.121, ὅμιλον Pi.Fr.52f.108, στάσιν Pl.Lg.856b, I.AI 17.167, cf. D.C.96.2, Vett.Val.389.6, frec. del canto o la mús. ἔγειρ' ἐπέων σφιν οἶμον λιγύν Pi.O.9.47, λύραν Pi.N.10.21, Κρητικὸν μέλος Cratin.237.1, θρῆνον ἐγείρετε S.OC 1778, φθόνου κεκρυμμένου φιλοσκώμμονα γλῶτταν ἐγείροντος cuando la envidia escondida despierta una lengua burlona, SEG 39.1193.2 (Éfeso, imper.), en v. pas. πόλεμοι δὲ καὶ ὁδῶν πορεῖαι διὰ μουσικῆς ἐγείρονται Aristid.Quint.57.26
•abs. estimular el ánimo ἐκ δ' ἀμφοτέροιιν ... ἀτρεκὲς αἷμ' ἔσσευα βαλών, ἤγειρα δὲ μᾶλλον de ambos hice saltar la sangre al acertarles, pero más bien estimulé su coraje, Il.5.208.
III c. idea de mov.
1 poner en movimiento, impulsar c. obj. inanimado κραιπνὸς δὲ νότος κατόπισθεν ἔγειρε νῆα h.Ap.408, τοὺς δὲ ταρσοὺς τῶν νεῶν ἐγείρας καὶ πτερώσας ἑκατέρωθεν Plu.Ant.63, c. obj. animado ἔγειρε σεαυτήν PMag.36.353.
2 elevar, alzar τὸ ὕδωρ κῦμα φλεγμαῖνον ἐγείρει Hld.5.17.3, τὴν κεφαλήν Hld.3.3.7, τὸν μηρὸν ἐγείρει καθ' αὑτοῦ Ach.Tat.3.8.3, cf. Eu.Matt.12.11, ἡ στρατιὰ ... ἀλαλαγμὸν ἐγείρουσα Polyaen.4.9.2, en v. pas. ἐπεὶ δὲ πολὺς χοῦς ἐγήγερτο σωρηδόν Polyaen.4.18.1, fig. γονιορτὸν (l. κον-) ἐγερεῖ ... καθ' ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν PFouad 86.10 (VI d.C.)
•poner enhiesto ἀλεκτρυὼν μαχιμώτερος ὁ τὰ κάλλαια ἐγηγερκώς Philostr.Ep.16
•tb. c. ac. de pers. fig. elevar a la condición de c. pred. αὐτὸν καθηγεμόνα τοῦ παντὸς ἔθνους ἐγείρας Eus.VC 1.12.1.
IV indic. alguna forma de ‘creación’, c. suj. de pers.
1 erigir, levantar c. ac. de concr. ὑπερῷα Hyp.Fr.103, θεμείλια Call.Ap.64, ναοὺς μὲν ἤγειραν εἰς ἔδαφος ἠρειμμένους IG 5(2).268.35 (Mantinea I a./d.C.), ναόν Eu.Io.2.19, σκηνὴν ἢ χάρακα D.Chr.12.18, βωμόν Ach.Tat.5.26.9, ἱρὰ καὶ νηούς Luc.Syr.D.2, ναὸς ὃν ἠγείραμεν τῷ Θεῷ Gr.Naz.Ep.141.8, τύπος, ὅν τοι ἐγείρει (una estatua) AP 16.361, cf. 360, τείχη Polyaen.1.30.5, τρόπαιον Hippol.Haer.1.24.7, cf. IEphesos 1629.2 (I d.C.), Him.41.14, SEG 40.1479.5 (Jericó VI d.C.), en v. pas. ἤδη γὰρ ὁ νεὼς ἐγήγερτο καὶ ἡ σκηνὴ παρεσκεύαστο Luc.Alex.19, ἠγέρθη τὸ τεῖχος Polyaen.1.30.5, cf. IGLS 21(2).43.4 (VI d.C.).
2 crear, hacer surgir, suscitar c. suj. de pers. y ac. de la cosa creada δύναται ὁ θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ Eu.Matt.3.8, (ὁ θεός) ἤγειρεν θεοσεβείας σπέρμα ... ἐκ λίθων ἐκείνων Clem.Al.Prot.1.4, en v. pas. τὰ ἐκ τοῦ βαρβάρου ἐγειρόμενα ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα Hdt.7.148
•fig. inventar ἁ πενία ... τὰς τέχνας ἐγείρει Theoc.21.1, πᾶσαν ἐγείρει καὶ κινεῖ μηχανήν Hld.2.24.3.
V gram. levantar el acento grave o la sílaba átona, e.e. elevar el tono de la sílaba átona o con acento grave para convertirlo en agudo ἐγείρει τὴν πρὸ αὐτοῦ βαρεῖαν εἰς ὀξεῖαν Hdn.1.516, αἱ ὀξυνόμεναι λέξεις, βαρυνόμεναι δὲ ... ἐγκλιτικοῦ ἐπιφερομένου τὴν βαρεῖαν ἐγείρουσιν Hdn.Gr.1.563, cf. 562 (bis), ἐκ δὲ ἀντωνυμιῶν αἱ μὲν ἐγείρουσαι τὴν ὀξεῖαν τὴν πρὸ αὐτῶν ἐγκλιματικαὶ καλοῦνται Hdn.Gr.1.554, en v. pas. ἡ βαρεῖα ... ἐγείρεται Hdn.Gr.1.562, cf. 564
•abs. τὸ μὲν οὖν «τις» ἐγείρει Hdn.Gr.1.552.
• Etimología: Rel. ai. jāgāra, av. ǰaā́ra ‘velar’, que correspondería a un perf. *γήγορα o ἐγήγορα, quizá de *(°)H1geH1gor- sustituido luego por ἐγρήγορα prob. por influjo del aor. ἐγρέσθαι < *°H1gr-e-.
German (Pape)
[Seite 702] perf. ἐγήγερκα, ἐγήγερμαι, z. B. Thuc. 7, 51; ἐγρήγορα s. nachher; – wecken, aufwecken; ὑπνώοντας Od. 5, 48; ἐξ ὕπνου Il. 2, 41; ἐγερθεὶς ἀπὸ τοῦ ὕπνου Matth. 1, 24; u. ohne diesen Zusatz, Aesch. Eum. 135, wie bei Folgdn oft; εὐνῆς, Eur. Herc. f. 1050. Sp. auch = vom Sitze aufstehen lassen, Kranke genesen machen, herstellen, N.T. – Sehr häufig übertr., aufreizen, aufbringen; Il. 5, 208; anfeuern, anregen, ἐπεί μιν ἔγειρε Διὸς νόος 15, 242; ἐγείρειν Ἄρηα, den Kampf entzünden, Hes. Th. 666; μένος Il. 15, 232; μάχην, φύλοπιν, πόλεμον, νεῖκος, Hom. oft; μελεδήματα πατρὸς ἔγειρεν Od. 15, 8; ἐπέων οὖρον, wie λύραν, Pind. Ol. 9, 51 N. 10, 21; μέλος Cratin. bei Hephaest. 13 p. 72; θρῆνον, κτύπον, γόον, Soph. O. C. 1775. 1353 El. 125; λαμπάδας, Fackeln anfachen, Ar. Ran. 340; ὠδῖνας Ptat. Theaet. 149 c; τὰς ἐπιθυμίας Rep. VIII, 555 a; μῦθον Polit. 272 d; ὁ οἶνος τὰς φιλοφροσύνας ὥσπερ ἔλαιον φλόγα ἐγείρει Xen. Conv. 2, 24; Folgde; Κύπριν Agath. 3 (V, 302); ἐγείρεται χειμών, es erhebt sich ein Sturm, Her. 7, 49; ἐγηγερ. μένοι ἦσαν, sie fühlten sich ermutigt, Thuc. 7, 51. – Von Gebäuden, aufführen, Callim. Ap. 64; Luc. Alex. 10; Byz. anath. 3 (IX, 696) u. a. Sp. – Intraus., ἔγειρ', wache auf, Eur. I. A. 624. – Med. ἐγείρομαι, sich aufrichten, aufstehen vom Schlafe, aufwachen; Od. 20, 100 u. Folgde; im aor. auch = Wache halten; ἀμφὶ πυρήν Il. 7, 434; ἐκ τῶν ὕπνων θαμὰ ἐγειρόμενος Plat. Rep. I, 330 e. – Hierzu gehört das perf. ἐγρήγορα, ich bin aufgewacht, bin wach; Hom. auch ἐγρηγόρθασι, Il. 10, 419; ἐγρήγορθε, als 2te Person plur. imperat., seid wach, 7, 371. 18, 299; ἐγρήγορθαι, 10, 67, nach der Vorschrift der Gramm. so zu accentuiren, vgl. Spitzner zu der Stelle; plusqpf. auch ἠγρηγόρειν, Men. bei Phot.; ἐγρηγορὸς φρούρημα Aesch. Eum. 676; καθεύδομεν ἢ ἐγρηγόραμεν Plat. Theaet. 158 b; oft in demselben Ggstz. – Auch geistig, = wach, aufmerksam sein, lebhaftes od. munteres Geistes sein; καὶ φρονεῖν Xen. Cyr. 1, 4, 20; Sp.; ἐγρηγορὸς βλέπειν, einen muntern, lebhaften Blick haben, Alciphr. In anderen Übertragungen, πῆμα ἐγρηγορὸς ἂν εἴη, sei wach, ruhe nicht, Aesch. Ag. 337. Vgl. ἐγρηγορόων. – Hom. hat noch den aor. syncop. ἠγρόμην; ἔγρετο δ' ἐξ ὕπνου Il. 2, 41; ἔγρεο Νεστορίδη Od. 15, 46; auch Ar. κἂν ἔγρῃ, Vesp. 774. Spätere bilden daraus das praes. ἔγρομαι, was Thom. Mag. als attisch aufführt: z. B. ἔγρεται Opp. H. 5, 241; Nonn.; s. compp. Der inf. wird ἔγρεσθαι accentuirt; Od. 13, 124; Ap. Rh. 4, 1352; das partic. ἐγρόμενος Qu. Sm. 14, 35 u. a. sp. D.
French (Bailly abrégé)
impf. ἤγειρον, f. ἐγερῶ, ao. ἤγειρα, pf. ἐγήγερκα, pqp. ἐγηγέρκειν;
pf.2 et pqp.2 au sens intr. ἐγρήγορα, ἐγρηγόρειν et ἠγρηγόρειν;
Pass. f. ἐγερθήσομαι, ao. ἠγέρθην, pf. ἐγήγερμαι, pqp. ἐγηγέρμην;
I. tr. 1 faire lever ; éveiller : τινα ἐξ ὕπνου IL litt. éveiller qqn de son sommeil ; abs. réveiller qqn;
2 fig. exciter : τινα, qqn (au travail, etc.) ; πόλεμον THC provoquer une guerre ; θρῆνον SOPH faire retentir des gémissements;
II. intr. s'éveiller : ἔγειρ' EUR éveille-toi ; d'ord. en ce sens au pf. ἐγρήγορα;
Moy. ἐγείρομαι (f. ἐγεροῦμαι, ao.2 ἐγρόμην);
1 s'éveiller : ἐξ ὕπνου IL s'éveiller de son sommeil;
2 être éveillé, être vigilant;
3 se lever.
Étymologie: R. Γερ, être éveillé, avec ἐ- prosthét.
Russian (Dvoretsky)
ἐγείρω: (pf. ἐγήγερκα; pass.: fut. ἐγερθήσομαι, aor. ἐγέρθην, pf. ἐγήγερμαι, ppf. ἐγηγέρμην)
1 будить, пробуждать (τινὰ ἐξ ὕπνου Hom.; τινά Aesch.; ὑπνώδεα εὐνᾶς Eur.; ἀπὸ и ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι NT); med. пробуждаться, просыпаться, вставать (ἐξ ὕπνου Hom.): κἂν ἔγρῃ μεσημβρινός Arph. даже если ты проснешься не раньше полудня;
2 воскрешать (τοὺς νεκρούς, ἀπὸ τῶν и ἐκ νεκρῶν NT); перен. восстанавливать, отстраивать (ναόν NT);
3 побуждать, подгонять, тж. поощрять (τινὰ ἐπὶ ἔργον Hes.; τὸν ἀκόλαστον ἐπὶ τὴν ἡδονήν Plut.);
4 разжигать раздувать (λαμπάδας Arph.; φλόγα Xen.); перен. разжигать, возбуждать (μάχην Hes.; πόλεμον Thuc.; ἐπιθυμίας, ὠδῖνας Plat.; Κύπριν Anth.): ἐγειρομένου χειμῶνος Her. в случае, если разразится буря; ἐγηγερμένοι ἦσαν Thuc. они воспрянули духом;
5 заставлять звучать: ἐ. λύραν Pind. играть на лире; ἐ. θρῆνον Soph. поднимать жалобный вопль; ἐ. τὸν μῦθον Plat. начинать рассказ;
6 воздвигать, строить (ἐγεῖραι νεών Luc.; πόλιν Anth.);
7 (pf. в знач. praes. ἐγρήγορα, ppf. в знач. impf. ἐγρηγόρειν и ἠγρηγόρειν) проснуться, встать: ἐγρήγορθε ἕκαστος Hom. пусть никто из вас не спит; τὸ ἐγρηγορέναι Arst. бодрствование; перен. быть настороже, быть бдительным (φρονεῖν καὶ ἐγρηγορέναι Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγείρω: Ἐπ. παρατ. ἔγειρον Ἰλ. Ο. 594· Ἀττ. ἤγειρον Ἀριστοφ. Πλ. 740: - μέλλ. ἐγερῶ Πλάτ. Ἔλεγ. 25 Bgk. (πρβλ. ἐξ-, ἐπ-)· ἀόρ. ἤγειρα, Ἐπ. ἔγειρα, Ὀδ. Ο. 45, κτλ.· πρκμ. ἐγήγερκα Φιλοστρ. Ἐπιστ. 16, Ἰώσηπ.· ὑπερσυντ. ἐγηρέρκειν Δίων Κ. 42. 48. - Παθ., Πλάτ., κλ.· μέλλ. ἐγερθήσομαι Βαβρ. 49. 3· (ὡσαύτως μέσ. μέλλ. ἐγεροῦμαι Πολύαιν. 1. 30, 4): ἀόρ. ἠγέρθην Πλάτ. κλ., Ἐπ. γ΄ πληθ. ἔγερθεν Ἰλ. Ψ. 287· (ὡσαύτως ποιητ. μέσ. ἀόρ. ἐγείρατο Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 159): - πρκμ. ἐγήγερμαι Θουκ. 7. 51· ὑπερσυντ. ἐγήγερτο Λουκ. Ἀλέξ. 19· ἤγερτο Ἰώσηπ. - Πλὴν τούτων ἔχομεν ἐπὶ παθ. σημασ. ποιητ. συγκεκομ. ἀόρ. ἠγρόμην (ἐξ-) Ἀριστοφ. Βάτρ. 51· γ΄ ἑνικ. ἔγρετο, προστακτ. ἔγρεο, Ὅμ.· β΄ ἑνικ. ὑποτ. ἔγρῃ Ἀριστοφ. Σφ. 774· εὐκτ. ἔγροιτο Ὀδ. Ζ. 113· ἀπαρ. ἐγρέσθαι (συχνάκις γράφεται ἔγρεσθαι, ὡς εἰ ἐξ ἐνεστῶτος ἔγρομαι, πρβλ. ἔγρω), Ὀδ. Ν. 124· μετοχ. ἐγρόμενος Ὀδ.· - ὡσαύτως ἀμετάβ. πρκμ. ἐγρήγορα (ὡς ἐνεστ.) Ἀριστ., Πλάτ., κλ.· ὑπερσυντ. ἐγρηγόρη ἢ -ειν (ὡς παρατ.) Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 32, Πλ. 744· γ΄ ἑνικ. ἐγρηγόρει Ξεν. Κύρ. 14. 20· Ἐπ. γ΄ πληθ. ἐγρηγόρθασι (τύπος ἀνώμαλος, ἀνθ’ οὗ ὁ Donaldson προτείνει τὴν γραφ. ἐγρήγορθαί τε) Ἰλ. Κ. 419· προστακτ. ἐγρήγορθε (ἴδε κατωτ. ΙΙ)· ἀπαρ. ἐγρήγορθαι Ἰλ. Κ. 67 (οὐχὶ ἐγρηγόρθαι Spitzn ἐν τόπῳ)· πρβλ. ἐγρηγορόων, γρηγορέω. (Ἐκ τῆς √ΕΓΕΙΡ ἢ ΕΓΕΡ, ἐπειδὴ τὸ Σανσκρ. εἶναι gar, ǵâ-gar-mi (ἐγρήγορα)· πρβλ. ἔγερσις, ἠγερέθομαι, κτλ.) Ι. ἐνεργ., ἐξεγείρω, ἐξυπνίζω, σηκώνω, ἐγ. τινὰ ἐξ ὕπνου Ἰλ. Ε. 413, κτλ.· τοὺς δ’ … ὑπνώοντας ἐγείρει Ω. 344· ἐγ. τινὰ εὐνῆς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1050· καὶ ἁπλῶς ἐγ. τινὰ Αἰσχύλ. Εὐμ. 140, κτλ. 2) διεγείρω, Ἰλ. Ε. 208· ἐπεί μιν ἔγειρε Διὸς νόος Ο. 242· ὄφρα καὶ θᾶσσον ἐγείρομεν Ἄρηα, ὅπως ταχύτερον ἀνάψωμεν τὸν πόλεμον, Β. 440, κτλ.· ἐγείρειν μάχην, φύλοπιν, κτλ. (πρβλ. ἀγείρω), Ν. 778., Ε. 496, κτλ.· Τρωσὶν θυμὸν ἐγεῖραι (διάφ. γραφ. ἀγεῖραι) Ε. 510· ἐγ. τινὰ ἐπὶ ἔργον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 20· ἐκδοχὴν πομποῦ πυρὸς ἐγ., τοῦ πυρσοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 299· λαμπάδα ἐγ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 340· καὶ συχνάκις μεταφ., ἐγείρειν ἀοιδάν, λύραν, μέλος, θρῆνον Πίνδ. Π. 9. 18, Ν. 10. 39, Κρατῖνος ἐν «Τροφωνίῳ» 10, Σοφ. Ο. Κ. 1779. 3) ἐγείρω ἐκ νεκρῶν, συχνάκις ἐν τῇ Κ. Δ., ἢ ἐξ ἀσθενείας, Ἐπιστ. Ἰακὼβ ε΄, 15. 4) ἐγείρω, οἰκοδομῶ, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 63, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 125, Καιν. Διαθ. ΙΙ. Παθ., μετὰ τοῦ ἐνεργ. πρκμ. ἐγρήγορα Ὀδ. Υ. 100, Ἡρόδ. 4. 9, κτλ.· ἔγρετο δ’ ἐξ ὕπνου Ἰλ. Β. 41· κατ’ ἀόρ. ὡσαύτως, φυλάττω φυλακήν, ἀγρυπνῶ, ἀμφὶ πυρὴν … ἔγρετο λαὸς Η. 434· - ἐν τῷ παθ., εἶμαι ἔξυπνος, ἐγρηγόρθασι Κ. 419· ἐγρήγορθε, ἀγρυπνεῖτε, Η. 371., Σ. 299 (ἐνῷ τὸ ἔγρεο σημαίνει ἐγέρθητι, «σήκω», «ξύπνα», Ὀδ. Ο. 46)· ἐγρήγορας ἢ καθεύδεις; Πλάτ. Πρωτ. 310Β· ζῶσα καὶ ἐγρηγορυῖα ὁ αὐτ. Νόμ. 809D· καὶ ἐφρόνει καὶ ἐγρηγόρει Ξεν. Κύρ. 1. 4, 20, κτλ.· - οὕτω καὶ ἐπὶ μὴ προσώπων, ἐγειρομένου χειμῶνος, Ἡρόδ. 7. 49, 1, πρβλ. 148· ἐγρηγορὸς φρόνημα Αἰσχύλ. Εὐμ. 706· ἐγρ. τὸ πῆμα ὁ αὐτ. Ἀγ. 346, κτλ. 2) ἐξάπτομαι, ἐξεγείρομαι, τοὶ δ’ ἔτι μᾶλλον ἐγειρέσθην κοτέοντε μάχεσθαι Ἡσ. Ἀσπ. 176, Δημ. 439. 1· μετ’ ἀπαρ., ἐγηγερμένοι ἦσαν μὴ ἀνιέναι τὰ Ἀθηναίων, ἦσαν ἀποφασισμένοι («’ς τὸ πόδι») νὰ ἐμποδίσωσι τὴν ἀναχώρησιν τῶν Ἀθηναίων, Θουκ. 7.51. ΙΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ὅμως ἔγειρε, καὶ τεύξῃ τῆς ὑγιείας, Αἰσ. Μῦθ. 16, Halm.
English (Autenrieth)
aor. ἤγειρα, ἔγειρε, mid. part. ἐγειρόμενος, aor. ἔγρετο, imp. ἔγρεο, inf. (w. accent of pres.) ἔγρεσθαι, part. ἐγρόμενος, perf. 3 pl. ἐγρηγόρθᾶσι, inf. (w. irreg. accent) ἐγρήγορθαι, pass. aor. 3 pl. ἔγερθεν: I. act., awaken, wake, arouse; τινὰ ἐξ ὕπνου, ὑπνώοντας, Il. 5.413, Od. 5.48; Ἄρηα, πόλεμον, πόνον, μένος, νεῖκος, Il. 15.232, Il. 17.554.—II. mid., awake, perf. be awake; ἔγρετο εὕδων, Od. 13.187; ἔγρεο, ‘wake up!’; ἐγρήγορθε ἕκαστος, ‘keep awake,’ every man! Il. 7.371.
English (Slater)
ἐγείρω
1 arouse, awaken met.
a of song. ἔγειρ' ἐπέων σφιν οἶμον λιγύν (O. 9.47) αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων (P. 9.104) ἀλλ' ὅμως εὔχορδον ἔγειρε λύραν (N. 10.21) ]σφιν ἐγειρον[ Πα. 13a. 17.
b arouse to battle χαλκοκορυστὰν ὅμιλον ἐγείρων (sc. Νεοπτόλεμος) (Pae. 6.108)
English (Abbott-Smith)
ἐγείρω, [in LXX for קוּם, etc.;] trans. (imperat. ἔγειρε used intransitively, Mt 9:5, Mk 2:11, al.);
1.to awaken, arouse from sleep: Mk 4:38, Ac 12:7; metaph., of spiritual awakening, Ro 13:11 (pass.), Eph 5:14; pass., to be aroused, wake up: Mt 25:7, Mk 4:27; ἀπὸ τ. ὕπνου, Mt 1:24.
2.Freq. in NT, to raise from the dead: νεκρούς, Jo 5:21, Ac 26:8, II Co 1:9; ἐκ νεκρῶν, Jo 12:1, Ac 3:15, Ro 8:11, al.; pass., rise from death: Mt 11:5, Lk 7:22, Jo 2:22, Ro 6:9, al.; ἀπὸ τ. νεκρῶν, Mt 14·2, al.
3.In late Gk.,
(a)to raise, from sitting, lying, sickness; mid. and pass., to rise: Mt 9:5, 7 Mk 1:31 9:27 10:49, al.; redundant, like Heb. קוּם, Mt 2:15 9:19, Re 11:1 (v. Dalman, 23f.);
(b)to raise up, cause to appear: Ac 13:22 (cf. Jg 2:18); τέκνα, Mt 3:9; pass., to appear: Mt 11:11, Mk 13:22, al.
4.to rouse, stir up; pass., to rise against: Mt 24:7, Mk 13:8.
5.Of buildings, to raise: τ. ναόν, Jo 2:19, 20 (cf . De 16:22, Si 49:13); (cf. δι-, ἐξ-, συν-εγείρω, and V. Cremer, 224).
English (Strong)
probably akin to the base of ἀγορά (through the idea of collecting one's faculties); to waken (transitively or intransitively), i.e. rouse (literally, from sleep, from sitting or lying, from disease, from death; or figuratively, from obscurity, inactivity, ruins, nonexistence): awake, lift (up), raise (again, up), rear up, (a-)rise (again, up), stand, take up.
English (Thayer)
future ἐγερῶ 1st aorist ἤγειρα; passive, present ἐγείρομαι, imperative 2nd person singular ἐγείρου (Tr WH), L Tr WH ἔγειρε), 2nd person plural ἐγείρεσθε; perfect ἐγήγερμαι; 1st aorist ἠγέρθην (cf. Buttmann, 52 (45); Winer's Grammar, § 38,1); 1future ἐγερθήσομαι; middle, 1st aorist imperative ἐγεῖραι but, after good manuscripts, Griesbach has in many passages and lately L T Tr WH have everywhere in the N.T. restored ἔγειρε, present active imperative used intransitively and employed as a formula for arousing; properly, rise, i. e. "Up! Come!" cf. ἄγε; so in Euripides, Iph. A. 624; Aristophanes ran. 340; cf. Fritzsche on Mark, p. 55; (Buttmann, 56 (49), 144 f (126f); Kühner, § 373,2); the Sept. generally for הֵעִיר and הֵקִים; to arouse, cause to rise;
1. as in Greek writings from Homer down, to arouse from sleep, to awake: T Tr WH); passive to be awaked, wake up, (A. V. arise, often including thus the subsequent action (cf. 3below)): ἀπό τοῦ ὕπνου, L T Tr WH); ἐγερθείς with the imperative R G L Tr marginal reading); ἐγείρεσθε, ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι, to arise from a state of moral sloth to an active life devoted to God, ἔγειρε ( ἐγεῖραι) arise, ὁ καθεύδων, to arouse from the sleep of death, to recall the dead to life: with νεκρούς added, ἔγειρε [ ἐγεῖραι) arise, ἐγείρου, R G T); ἐγέρθητι, arise from death, ἐγείρονται οἱ νεκροί, ἐγείρειν ἐκ νεκρῶν, from the company of the dead (cf. Winer's Grammar, 123 (117); Buttmann, 89 (78)), T WH omits; Tr brackets ἐκ νεκρῶν); L T Tr WH text); ἀπό τῶν νεκρῶν, νεκρόν ἐκ θανάτου καί ἐξ ᾅδου, הֵקִיץ, ἐγείρειν simply: L WH marginal reading ἀναστήσεται); (T Tr text WH text); T WH (see above)); WH reject the clause), to cause to rise, raise, from a seat, bed, etc.; passive and middle to rise, arise; used a. of one sitting: ἐγείρεται (L Tr WH ἠγέρθη) ταχύ, ἔγειρε (see above), ), cf. קוּם, ἀνίστημι, II:1c. it is used before verbs of going, etc.: ἐγερθείς ἠκολούθει (ἠκολούθησεν R G) αὐτῷ, ἔγειρε (R G ἐγεῖραι) καί μέτρησον, ἐγείρεται ἐκ τοῦ δείπνου, ἐγείρεσθε, to raise up: ἤγειρεν αὐτόν, ἐγέρθητε arise, ἔγειρε (see above) L Tr text brackets); ἠγέρθη ἀπό τῆς γῆς, he rose from the earth, ἐγερεῖ αὐτόν ὁ κύριος, will cause him to recover, ἔγειρε ( ἐγεῖραι, so Griesbach (doubtfully in Matt.)), see above) arise: T WH omit; Tr brackets).
4. To raise up, produce, cause to appear;
a. to cause to appear, bring before the public (anyone who is to attract the attention of men): ἤγειρε τῷ Ἰσραήλ σωτῆρα, ἤγειρεν αὐτοῖς τόν Δαυειδ εἰς βασιλέα, הֵקִים, ἐγείρομαι, to come before the public, to appear, arise": Winer's Grammar, 266 (250); Buttmann, 204 (177)); contextually, to appear before a judge: ἐπί τινα to raise up, incite, stir up, against one; passive to rise against: to raise up i. e. cause to be born: τέκνα τίνι, κέρας σωτηρίας, ἀνίστημι, I c. ἐξανίστημι, 1); θλῖψιν τοῖς δεσμοῖς μου, to cause affliction to arise to my bonds, i. e. tire misery of my imprisonment to be increased by tribulation, L T Tr WH.
d. of buildings, to raise, construct, erect: τόν ναόν, הֵקִים, Aelian de nat. an. 11,10; Josephus, Antiquities 4,6, 5; Herodian, 3,15, 6 (3rd edition, Bekker); 8,2, 12 (5th edition, Bekker); Lucian, Pseudomant. § 19; Anthol. 9,696. 1Esdr. 5:43; excito turrem, Caesar b. g. 5,40; sepulcrum, Cicero, legg. 2,27, 68). (Ammonius: ἀναστῆναι καί ἐγερθῆναι διαφέρει. ἀναστῆναι μέν γάρ ἐπί ἔργον, ἐγερθῆναι δέ ἐξ ὕπνου; cf. also Thomas Magister, Ritschl edition, p. 14,10f. But see examples above. Compare: διεγείρω, ἐξεγείρω, ἐπεγείρω, συνεγείρω.)
Greek Monolingual
(AM ἐγείρω)
1. σηκώνω από τον ύπνο
2. ορθώνω, σηκώνω από το έδαφος
3. οικοδομώ, χτίζω
4. κινώ, διεγείρω, προκαλώ, δημιουργώ («εγείρω αξιώσεις»)
5. σηκώνομαι από τη θέση μου
αρχ.-μσν.
ανασταίνω
αρχ.
1. προάγω, προωθώ
2. βοηθώ κάποιον να γίνει καλά
3. φρουρώ, αγρυπνώ
4. εξάπτομαι, διεγείρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστώτας εγείρω εμφανίζεται ως υστερογενής σχηματισμός από τον αόρ. έγρετο και ο παρακμ. εγρήγορα (πρβλ. αρχ. ινδ. jāgāra, αβ. ĵa-gāra «ξαγρυπνώ») < γήγορα με επίδραση του απρμφ. αορ. εγρέσθαι. Ανερμήνευτο παραμένει το αρχικό ε- και αναπόδεικτες οι υποθέσεις ότι πρόκειται για προθηματικό στοιχείο ή προϊόν ανομοίωσης σε υποθετικό αόριστο με αναδιπλασιασμό γέ- γρ-ετο, ο οποίος όμως μαρτυρείται στην αρχ. Ινδική (πρβλ. ά-jī-gar, ji-gr-tάm). To ομηρικό εγρήσσω είναι παρεκτεταμένος εκφραστικός ενεστωτικός σχηματισμός κατά τα ρήματα σε -σσω (πρβλ. πτήσσω, κνώσσω). Οι τύποι αυτής της ομάδας λέξεων στη νέα Ελληνική έχουν ήδη διαφοροποιηθεί σημασιολογικά
οι λέξεις που προέρχονται από το θ. του παρακμ. εγρήγορα εκφράζουν την έννοια της ταχύτητας (πρβλ. γρήγορος), ενώ ο μεταπλασμένος ενεστώτας γέρνω, ο αόρ. έγειρα χρησιμοποιούνται με τη σημασία «σκύβω, κλίνω»].
Greek Monotonic
ἐγείρω: (√ΕΓΕΡ), Επικ. παρατ. ἔγειρον, μέλ. ἐγερῶ, αόρ. αʹ ἤγειρα, Επικ. ἔγειρα, παρακ. ἐγήγερκα — Παθ. μέλ. ἐγερθήσομαι, αόρ. αʹ ἠγέρθην, Επικ. γʹ πληθ. ἔγερθεν, παρακ. ἐγήγερμαι, Επικ. αόρ. βʹ ἠγρόμην, γʹ ενικ. ἔγρετο, προστ. ἔγρεο, απαρ. ἐγρέσθαι, αμτβ. παρακ. ἐγρήγορα (ως ενεστ.), υπερσ. ἐγρηγόρη ή -ειν (ως παρατ.), Επικ. γʹ πληθ. ἐγρηγόρθασι, βʹ πληθ. προστ. ἐγρήγορθε, απαρ. ἐγρήγορθαι·
I. 1. Ενεργ., αφυπνίζω, ξυπνώ, εγείρω, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.
2. διεγείρω, προκαλώ οργή, αγανάκτηση, ἐγείρειν Ἄρηα, ανάβω, υποκινώ, υποδαυλίζω τον πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
3. ανασταίνω, εγείρω από τους νεκρούς, σε Καινή Διαθήκη· ή από ασθένεια, στο ίδ.
4. ανεγείρω ή υψώνω, οικοδομώ ένα κτίριο, στο ίδ.
II. 1. Παθ., με Ενεργ. παρακ. ἐγρήγορα, ξυπνώ, αφυπνίζω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· στον αόρ. βʹ επίσης φυλάσσω, αγρυπνώ, σε Ομήρ. Ιλ.· στον παρακ. έχω ξυπνήσει, σε Όμηρ., Αττ.
2. εξεγείρομαι, εξάπτομαι, διεγείρομαι συγκινησιακά από πάθος, συγκίνηση, σε Ησίοδ., Θουκ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: awaken, rouse, raise;
Other forms: Aor. ἐγεῖραι, fut. ἐγερῶ, late perf. ἐγήγερκα; ἐγείρομαι, aor. ἐγρέσθαι rise with new present ἔγρομαι, ἔγρω (E.), perf. ἐγρήγορα I am awake with ep. forms ipv. ἐγρήγορθε, inf. -θαι, 3. plur. ind. -θασι, part. -ορόων (see Chantraine Gramm. hom. 1, 429 w. n. 2 and 359; Schwyzer 800 n. 8 and 540 n. 4); new pres. γρηγορέω (hellenist.; Schwyzer 768 w. n. 1), also ἐγρηγορέω (Debrunner IF 47, 356).
Compounds: Often with prefix: ἀν-, δι-, ἐξ-, ἐπ- etc. As 1. member in ἐγρε-κύδοιμος (Hes.), ἐγρε-μάχας (S.) etc.; cf. ἐγερσι- below.
Derivatives: ἔγερσις awakening (Ion. Att.) with ἐγέρσιμος (ὕπνος Theoc. 24, 7; Arbenz Die Adj. auf -ιμος 102), often with prefix ἀν-, δι-, ἐξ-, ἐπ-έγερσις; also as 1. member in late comp., e. g. ἐγερσι-μάχας (AP); ἐγερτήριον awakening (Ael.); ἐξ-εγέρτης who rises (pap.); (δι-, ἐπ-)ἐγερτικός raising Pl.); ἀν-εγέρμων vigilant (AP); ἐγερτί adv. id. (Heraklit.). - From the perfect: ἐγρήγορσις watch (Hp., Arist.), ἐγρηγορικός watching (Arist.), ἐγρηγορότως adv. id. (Plu., Luc.), ἐγρήγορος id. (Adam.), ἐγρηγορτί adv. awake (Κ 182). - Lengthened present ἐγρήσσω be awake (πάννυχοι ἐγρήσσοντες Λ 551)after the verbs in -σσω like πτήσσω, κνώσσω, s. Chantraine Gramm. hom. 1, 335 (doubtful Schwyzer 648 n. 3).
Origin: IE [Indo-European] [390] *h₁ger- awake
Etymology: The perf. ἐγρήγορα resembles Skt. jā-gā́ra, Av. ǰa-gāra I am awake from *h₁g(r)e-h₁gor- (-᾽γρ- from the aorist ἐγρέσθαι?). Uncertain is Lat. expergīscor. - On ModGr. γέρνω (aor. ἔγειρα) incline, sink s. Hatzidakis Glotta 22, 131.
Middle Liddell
[Root !εγερ] ἐγρήγορα used as pres, the pluperfect serves as an imperfect.]
I. Act. to awaken, wake up, rouse, Il., Trag.
2. to rouse, stir up, ἐγείρειν Ἄρηα to stir the fight, Il., etc.
3. to raise from the dead, NTest.; or from a sick bed, NTest.
4. to raise or erect a building, NTest.
II. Pass., with perf. act. ἐγρήγορα, to awake, Od., Hdt., etc.: in aor2 also to keep watch or vigil, Il.:—in perf. to be awake, Hom., Attic
2. to rouse or stir oneself, be excited by passion, Hes., Thuc.
Frisk Etymology German
ἐγείρω: {egeírō}
Forms: Aor. ἐγεῖραι, Fut. ἐγερῶ, spätes Perf. ἐγήγερκα; ἐγείρομαι, Aor. ἐγρέσθαι erwachen mit neuem Präsens ἔγρομαι, ἔγρω (E., Kall., Opp., Q. S. usw.), Perf. ἐγρήγορα ich wache mit den ep. Formen Ipv. ἐγρήγορθε, Inf. -θαι, 3. Plur. Ind. -θασι, Partiz. -ορόων (zur Erklärung Chantraine Gramm. hom. 1, 429 m. A. 2 und 359; Schwyzer 800 A. 8 und 540 A. 4); dazu ein neues Präs. γρηγορέω (hellenist.; Schwyzer 768 m. A. 1), auch ἐγρηγορέω (Debrunner IF 47, 356).
Grammar: v.
Meaning: wecken, erwecken, übertr. anregen, erheben;
Composita: Oft mit Präfix: ἀν-, δι-, ἐξ-, ἐπ- usw. Als Vorderglied in ἐγρεκύδοιμος (Hes.), ἐγρεμάχας (S.) usw.; vgl. ἐγερσι- unten.
Derivative: Ableitungen: ἔγερσις das Erwachen, die Erweckung (ion. att.) mit ἐγέρσιμος (ὕπνος Theok. 24, 7; Gegensatz θανάσιμος ~; Arbenz Die Adj. auf -ιμος 102), oft zu den Präfixkomp. ἀν-, δι-, ἐξ-, ἐπέγερσις; auch als Vorderglied in späten Komp., z. B. ἐγερσιμάχας (AP); ἐγερτήριον Erweckung, Anregung (Ael.); ἐξεγέρτης Anreger, Anstifter (Pap.); (δι-, ἐπ-)ἐγερτικός erweckend, erregend Pl., Arist. usw.); ἀνεγέρμων wachsam (AP); ἐγερτί Adv. wachsam, eifrig (Heraklit., S., E.). — Vom Perfektum: ἐγρήγορσις Wache (Hp., Arist. usw.), ἐγρηγορικός wach, rege (Arist.), ἐγρηγορότως Adv. ib. (Plu., Luk. u. a.), ἐγρήγορος ib. (Adam.), ἐγρηγορτί Adv. wach (Κ 182). — Ein erweitertes Präsens expressiver Natur ist ἐγρήσσω wachen (πάννυχοι ἐγρήσσοντες Λ 551; ähnlich υ 53 und A. R. 2, 308; ἐγρήσσεις υ 33), nach den Verben auf -σσω wie πτήσσω, κνώσσω usw., vgl. Chantraine Gramm. hom. 1, 335 (zweifelhafte Analysen bei Schwyzer 648 A. 3).
Etymology: Das Perf. ἐγρήγορα erinnert stark an aind. jā-gā́ra, aw. ǰa-gāra ich wache und war ursprünglich offenbar damit identisch; ἐγρη- für *γήγορα muß aus dem Aorist ἐγρέσθαι geholt sein. Die Beurteilung von ἐ- schwankt. Nach Schwyzer 648 A. 3 war es kein Präverb (Specht KZ 62, 56), sondern entstand durch Dissimilation aus *[γ]έγρετο. Aus diesem reduplizierten Aorist wurde es dann in die übrigen Formen verschleppt. Jedenfalls ist ἐγείρω gegenüber ἐγρέσθαι und ἐγρήγορα sekundär. Ein reduplizierter (athematischer) Aorist liegt auch vor in aind. á-jī-gar, ji-gr̥-tám usw. Die übrigen aus verschiedenen Sprachen herangezogenen Formen wie das intensive Kausativum aw. fra-ɣrā-ɣrāyeiti er erweckt und alb. ngrē̈ ich hebe auf steuern zu der Erklärung der griech. Formen nichts bei. Unsicher ist die Zugehörigkeit von lat. expergīscor (s. W.-Hofmann s. v.). — Zu ngr. γέρνω (Aor. ἔγειρα) neigen, sinken, das für ἐγείρω erheben eingetreten ist, s. Hatzidakis Glotta 22, 131.
Page 1,437-438
Chinese
原文音譯:™ge⋯rw 誒給羅
詞類次數:動詞(141)
原文字根:喚醒 相當於: (קוּם / קָמָי / תְּקֹומֵם)
字義溯源:醒*,起來,扶起,升起,興起,出現,出過,喚醒,叫醒,醒起,醒過來,拉上來,立,立起來,復活,建立,加增;或源自(ἀγορά)=市區廣場),而 (ἀγορά)出自(ἄγω)X=聚集*)。參讀 (ἀνάστασις)=復起這編號有三個基本意念:
1)喚醒,激起,醒起
2)設立,建立 3)復起,復活
同源字:1) (διεγείρω)激發 2) (ἐγείρω)醒 3) (ἔγερσις)復起者 4) (ἐπεγείρω)激動 5) (συνεγείρω)一同復起參讀 (ἀνάστασις)同義字
出現次數:總共(143);太(34);可(19);路(18);約(13);徒(14);羅(10);林前(20);林後(4);加(1);弗(2);腓(1);西(1);帖前(1);提後(1);來(1);雅(1);彼前(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 復活(38) 太11:5; 太14:2; 太16:21; 太26:32; 可14:28; 路7:22; 路9:7; 路9:22; 路20:37; 約12:1; 約12:9; 約12:17; 約21:14; 徒4:10; 徒10:40; 徒13:30; 徒26:8; 羅4:24; 羅6:4; 羅8:11; 羅8:34; 羅10:9; 林前6:14; 林前15:14; 林前15:16; 林前15:17; 林前15:29; 林前15:32; 林前15:35; 林後1:9; 林後4:14; 林後5:15; 弗1:20; 西2:12; 帖前1:10; 提後2:8; 來11:19; 彼前1:21;
2) 起來(28) 太2:13; 太2:14; 太2:20; 太8:26; 太9:19; 太17:7; 太24:11; 太25:7; 太26:46; 可2:9; 可2:11; 可3:3; 可4:27; 可5:41; 可10:49; 可14:42; 路5:24; 路6:8; 路7:14; 路13:25; 約5:8; 約5:21; 約11:29; 約13:4; 約14:31; 徒3:7; 徒9:8; 啓11:1;
3) 復活了(12) 可6:14; 可6:16; 路24:34; 徒3:15; 徒5:30; 羅4:25; 林前15:4; 林前15:12; 林前15:13; 林前15:15; 林前15:15; 林前15:16;
4) 復活的(8) 徒13:37; 羅7:4; 羅8:11; 林前15:42; 林前15:43; 林前15:43; 林前15:44; 加1:1;
5) 要起來(6) 太12:42; 太24:7; 太24:24; 可13:8; 路11:31; 路21:10;
6) 你起來(3) 太9:5; 太9:6; 路5:23;
7) 他⋯復活了(2) 太27:64; 太28:7;
8) 醒起(2) 太1:24; 羅13:11;
9) 扶⋯起來(2) 可1:31; 可9:27;
10) 興起⋯來(2) 太3:9; 路3:8;
11) 已復活了(2) 太28:6; 路24:6;
12) 他⋯復活(2) 約2:22; 林前15:15;
13) 已經⋯復活(2) 羅6:9; 林前15:20;
14) 當醒過來(1) 弗5:14;
15) 加增(1) 腓1:17;
16) 叫⋯復活的(1) 林後4:14;
17) 要復活(1) 林前15:52;
18) 立了(1) 徒13:23;
19) 必要⋯起來(1) 雅5:15;
20) 他們⋯叫醒了(1) 太8:25;
21) 選立(1) 徒13:22;
22) 他⋯起來(1) 可2:12;
23) 我要⋯立起來(1) 約2:19;
24) 拉⋯起來(1) 徒10:26;
25) 他⋯興起(1) 路1:69;
26) 要叫⋯復活(1) 太10:8;
27) 她⋯起來(1) 太8:15;
28) 立起來(1) 約2:20;
29) 他要復活(1) 太17:23;
30) 復起了(1) 太27:52;
31) 我要復活(1) 太27:63;
32) 拉上來(1) 太12:11;
33) 興起來(1) 太11:11;
34) 就起來(1) 太2:21;
35) 他就起來(1) 太9:7;
36) 起來了(1) 太9:25;
37) 他們叫醒(1) 可4:38;
38) 他們復活(1) 可12:26;
39) 就必起來(1) 路11:8;
40) 出過(1) 約7:52;
41) 叫你起來(1) 徒3:6;
42) 起來罷(1) 路8:54;
43) 興起來了(1) 路7:16;
44) 將要起來(1) 可13:22;
45) 他已經復活了(1) 可16:6;
46) 在他復活(1) 可16:14;
47) 叫醒了(1) 徒12:7
Mantoulidis Etymological
(=σηκώνω, ξυπνῶ κάποιον). Ἀπό θέμα ἐγερ+ j +ω → μέ ἀφομοίωση τοῦ j σέ ρ → ἐγέρρω καί ἁπλοποίηση τῶν δύο ρ καί ἀντέκταση → ἐγέρω → ἐγείρω.
Παράγωγα: ἔγερσις, ἐγέρσιμος, ἐγερτικός, διεγερτικός, ἐγερτέον, ἐγερτήριον, ἐγερτί (=πρόθυμα), ἐγερτός, καί ἀπό τόν παρακείμενο ἐγρήγορα: ἡ ἐγρήγορσις, ἐγρηγόρως, Γρηγόριος (κυρ. ὄνομα).
Léxico de magia
1 despertar, levantar ref. a dioses ἔγειρόν σου τὴν νυκτερινὴν μορφήν despierta tu figura nocturna (ref. al dios Acéfalo) P VII 241 c. pron. refl. ἔγειρόν μοι σεαυτόν, αἰλουροπρόσωπος θεός, καὶ ποίησον τὸ δεῖνα πρᾶγμα levántate para mí, dios de rostro de gato, y realiza la obra tal P III 13 P III 72 P III 74 P III 84 ref. a démones μὴ μου παρακούσῃς, νεκύδαιμον, ..., ἀλλ' ἔγειρον μόνον σεαυτόν no me desobedezcas, demon de muerto, por el contrario, despiértate P IV 369 SM 47 18 SM 49 39 ἔγειρέ μοι <σαυτόν>, ὁ μέγας δαίμων despiértate para mí tú, el gran demon P V 249 <ἔγειρέ μοι σεαυτόν, νεκυδαίμων,> ὅστις ποτὲ εἶ despiértate para mí, demon de muerto, seas quien seas SM 48J 6 SM 48J 20 SM 48J 31 SM 50 12 2 de ahí resucitar en pap. crist. ἅγιος ἅγιος ἅγιος κύριος ... ὁ ἐγείρων τὸν Λάζαρον ἐκ νεκρῶν ἤδη τεταρταίῳ Santo, Santo, Santo Señor, el que resucitó a Lázaro de entre los muertos al cuarto día C 18 5
Lexicon Thucydideum
excitare, to arouse, excite, 1.121.1,
PASS. 7.51.1, [Vat. et alii Vatican and other manuscripts ἐπηρμένοι]