φουρνοπλάστης

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A potter, gloss on ἰπνοπλάθης, Tim.Lex.

German (Pape)

[Seite 1301] ὁ, der Töpfer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φουρνοπλάστης: -ου, ὁ, κεραμεύς, Τιμ. Λεξ. 149 πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξ. ἰπνοπλάθαι.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που πλάθει φούρνους, που κατασκευάζει φούρνους με πηλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῦρνος + πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. χοο-πλάστης.