κεραμεύς

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμεύς Medium diacritics: κεραμεύς Low diacritics: κεραμεύς Capitals: ΚΕΡΑΜΕΥΣ
Transliteration A: kerameús Transliteration B: kerameus Transliteration C: kerameys Beta Code: kerameu/s

English (LSJ)

κεραμέως, ὁ,
A potter, ὡς ὅτε τις τροχὸν… κεραμεὺς πειρήσεται Il.18.601, cf. Hom.Epigr.14.1, etc.; οἱ κεραμεῖς, a guild at Thyatira, IGRom.4.1205: prov., καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει Hes.Op.25, cf. Arist.Rh.1381b16, EN1155a35; κεραμέως πλοῦτος and κεραμεὺς ἅνθρωπος, prov., of anything frail and uncertain, Diogenian.5.97, 98.
II Κεραμεῖς, Att. Κεραμῆς, οἱ, name of an Attic deme, Ar. Ra.1093 (anap.), Pl.Prt. 315d, etc.

German (Pape)

[Seite 1420] ὁ, der Töpfer; Il. 18, 601; Hes. O. 25; Plat. Euthyd. 301 c, öfter; Folgde; κεραμῆς Ar. Av. 490.

French (Bailly abrégé)

κεραμέως (ὁ) :
potier.
Étymologie: κέραμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραμεύς κεραμέως, ὁ [κέραμος] Att. nom. plur. κεραμῆς pottenbakker.

Russian (Dvoretsky)

κεραμεύς: κεραμέως ὁ горшечник, гончар Hom., Plat., Arst., Plut.: καὶ κ. κεραμεῖ κοτέει погов. Hes. и гончар гончару завидует.

English (Autenrieth)

κεραμῆος: potter, Il. 18.601†.

English (Strong)

from κέραμος; a potter: potter.

English (Thayer)

κεραμέως, ὁ (κεράννυμι), a potter: Homer, Hesiod, Aristophanes, Plato, Plutarch, others; the Sept. several times for יוצֵר.)

Greek Monolingual

κεραμεύς, ὁ (Α)
βλ. κεραμέας.

Greek Monotonic

κερᾰμεύς: κεραμέως, ὁ (κέρᾰμος),
I. κεραμέας, Λατ. figulus, σε Ομήρ. Ιλ.· παροιμ., κεραμεὺς κερανεῖ κοτέει, δυο από το ίδιο επάγγελμα δεν συμφωνούν ποτέ, σε Ησίοδ. II. Κεραμεῖς, Αττ. Κεραμῆς, οἱ, όνομα Αττικού δήμου, σε Αριστοφ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰμεύς: κεραμέως, ὁ ἐργαζόμενος τὸν πηλόν, Λατ. figulus, ὡς ὅτε τι τροχόν... κεραμεὺς πειρήσεται (ὅπερ δεικνύει ὅτι ἡ τέχνη τοῦ κεραμέως ἦτο γνωστοτάτη παρ’ Ὁμ.) Ἰλ. Σ. 61, πρβλ. Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 14· ― παροιμ., καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 25· πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 21, Ἠθ. Ν. 8. 1, 6· κεραμέως πλοῦτος καὶ κεραμεὺς ἄνθρωπος, παροιμία ἐπὶ παντὸς σαθροῦ καὶ ἐπισφαλοῦς πράγματος, Παροιμιογρ. σ 201. ΙΙ. Κεραμεῖς, Ἀττ. Κεραμῆς, οἱ, ὄνομα δήμου τῆς Ἀττικῆς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1093, Πλάτ. Πρωτ. 315D, κτλ.· οἱ Κεραμεῖς ἦσαν ὡσαύτως συντεχνία ἐν Θυατείροις, Συλλ. Ἐπιγρ. 3485.

Middle Liddell

κερᾰμεύς, κεραμέως, [κέρᾰμος]
I. a potter, Lat. figulus, Il.: —proverb., κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει "two of a trade never agree, " Hes.
II.

Chinese

原文音譯:kerameÚj 咳拉渺士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:握住(者) 相當於: (יׄוצֵר‎ / יָצַר‎)
字義溯源:陶匠,陶工,窯匠,窯戶;源自(κέραμος)*=陶器)
出現次數:總共(3);太(2);羅(1)
譯字彙編
1) 窯戶(2) 太27:7; 太27:10;
2) 窯匠(1) 羅9:21

Translations

potter

Albanian: poçar; Arabic: خَزَّاف; Armenian: բրուտ, կավագործ; Aromanian: ular; Assamese: কুমাৰ; Azerbaijani: dulus, dulusçu; Belarusian: ганчар, ганчарка; Bulgarian: грънчар, грънчарка; Burmese: အိုးထိန်းသည်, အိုးဆရာ; Catalan: terrissaire, terrisser, terrissera; Chinese Mandarin: 陶瓷工, 製陶工人/制陶工人, 陶匠, 陶工, 陶器工人, 陶器工匠; Czech: hrnčíř, hrnčířka; Danish: pottemager; Dutch: pottenbakker, pottenbakster; Estonian: pottsepp; Finnish: savenvalaja; French: potier, potière; Galician: oleiro; Georgian: მეთუნე; German: Töpfer, Töpferin; Gothic: 𐌺𐌰𐍃𐌾𐌰; Greek: αγγειοπλάστης; Ancient Greek: ἀγγειουργός, δημιουργός, καμινεύς, καμινευτήρ, καμινεύτρια, κεραμεύς, κεραμοπλάστης, κεραμοποιός, κεραμοτήξ, κεραμουργός, λεπτοκεραμεύς, ὀστρακᾶς, ὀστρακεύς, ὀστρακοποιός, πηλοπλάθος, πλαστικάριος, φουρνοπλάστης, χυτροπλάθος, χυτρεύς; Hebrew: קַדָּר; Hindi: कुम्हार, कुंहार, कुंभार, कुलाल; Hungarian: fazekas; Indonesian: kumbakara; Irish: criadóir, potaire; Italian: vasaio, vasaia; Japanese: 陶工; Kazakh: қышшы, көзеші; Khmer: កុម្ភការី, កុម្ភការ, ស្មូនឆ្នាំង; Korean: 도공(陶工), 도예가(陶藝家); Kyrgyz: карапачы; Lao: ຊ່າງປັ້ນ, ກຸມພະການ; Latin: figulus, fictiliarius; Latvian: podnieks, podniece; Lithuanian: puodžius; Macedonian: грнчар, грнчарка; Maori: kaihanga rīhi, kaimahi uku, ringauku; Mongolian Cyrillic: ваарч; Mongolian: ᠸᠠᠭᠠᠷᠴᠢ; Navajo: łeetsʼaaʼ ííłʼíní; Norwegian Bokmål: pottemager; Odia: କୁମ୍ଭାର, କୁମ୍ଭାରୁଣି; Old East Slavic: горньчаръ, гърньчаръ; Ottoman Turkish: چناقجی, چوملكجی; Pali: kumbhakāra; Persian: کوزه‌گر, سفالگر; Plautdietsch: Leemstrikja, Tapa; Polish: garncarz, garncarka; Portuguese: oleiro, oleira, ceramista; Punjabi Gurmukhi: ਕੁਮ੍ਹਿਆਰ; Shahmukhi: کُمہِیار; Romanian: olar, ceramist, ceramistă; Russian: гончар, гончарка, горшечник, горшечница; Sanskrit: कुलाल, कुम्भकार; Saraiki: کُمْبھار; Serbo-Croatian Cyrillic: ло̀нча̄р, лончарица, гр̀нча̄р, грнча̀рица; Roman: lònčār, lončarica, gr̀nčār, grnčàrica; Slovak: hrnčiar, hrnčiarka; Slovene: lončar, lončarka; Spanish: alfarero, alfarera, ceramista; Swahili: mfinyanzi; Swedish: krukmakare; Tajik: кӯзагар, кулол; Tatar: чүлмәкче; Telugu: కుమ్మరి; Thai: ช่างปั้นหม้อ, ผู้ทำหม้อ, ช่างปั้น; Turkish: çanakçı, çömlekçi; Turkmen: küýzegär; Ugaritic: 𐎔𐎃𐎗; Ukrainian: гончар, гончарка; Urdu: کُمْہار; Uzbek: kulol; Vietnamese: người thợ đồ gốm, người làm đồ gốm; Vilamovian: tepper, tepperyn; Volapük: skalel, hiskalel, jiskalel; Welsh: crochenydd; Yiddish: טעפּער, טעפּערין