συνεπιφαίνομαι

From LSJ
Revision as of 20:11, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριονthought-shop of wise souls

Source

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιφαίνομαι: Παθ., ὁμοῦ μετά τινος ἐπιφαίνομαι, ἡ χάρις συνεπεφαίνετο τοῖς κινήμασι τοῦ προσώπου Πλουτ. Ἀντών. 83 ἐν τῇ ἀρχῇ, 2. 767C, κτλ.

French (Bailly abrégé)

se montrer avec.
Étymologie: σύν, ἐπιφαίνομαι.