σιμικίνθιον
English (LSJ)
τό,
A v. σημικίνθιον.
German (Pape)
[Seite 882] τό, f. L. für σημικίνθιον.
Greek (Liddell-Scott)
σιμικίνθιον: τό, ἴδε ἐν λ. σημικίνθιον.
English (Strong)
of Latin origin; a semicinctium or half-girding, i.e. narrow covering (apron): apron.