covering
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
English > Greek (Woodhouse)
substantive
Ar. and V. κάλυμμα, τό, Ar. ἐγκάλυμμος, ὁ.
that which gives shelter: P. στέγασμα, τό.
cloth spread as a covering: Ar. and P. στρώματα, τά.
covering of earth: V. περιβολαὶ χθονός.
in same sense use V. περιπτυχαί, αἱ, περίπτυγμα, τό.
covering of flesh: V. σαρκὸς ἔνδυτα, τά.